Η δραματική ζωή της πιο διάσημης σοπράνο έγινε ταινία με την Αντζελίνα Τζολί

Η σπουδαία Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας έφυγε από τη ζωή μόλις στα 53 της χρόνια αλλά μπήκε στο πάνθεον των παγκόσμιων θρύλων. H πριμαντόνα που άλλαξε την ιστορία της όπερας, με την εξωπραγματική φωνή αλλά και την άκρως δραματική ζωή, τα είχε σχεδόν όλα. Αυτό που της έλειπε ήταν ένας μεγάλος έρωτας, ήρθε με τη μορφή του Αριστοτέλη Ωνάση και την κατέστρεψε.

Στη Βενετία και το 81ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου έκανε ντεμπούτο η πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφική ταινία για την Μαρία Κάλλας, στην οποία πρωταγωνιστεί η Αντζελίνα Τζολί.

Η διάσημη ηθοποιός του Χόλιγουντ ενσαρκώνει την θρυλική σταρ της όπερας στην ταινία «Maria» του Πάμπλο Λαρέν (Pablo Larrain) και καλεί τον θεατή να δει την ψυχή και τις τελευταίες ημέρες της ελληνίδας σοπράνο στη δύση της ζωής της στο Παρίσι τη δεκαετία του 1970.

Προδομένη από τον άνδρα που ερωτεύθηκε, τον Αριστοτέλη Ωνάση και την απώλεια της φωνής της.

Από την πλευρά της, η Αντζελίνα Τζολί έκανε λόγο για τον πιο απαιτητικό ρόλο της καριέρας της. «Όλοι γνωρίζουν πόσο άγχος είχα. Προετοιμαζόμουν επτά μήνες, έκανα μαθήματα ιταλικών, μαθήματα όπερας».

Η Μαρία που έγινε… Κάλλας

Η Κάλλας, ξεκίνησε από την Ελλάδα ως Μαρία Καλογεροπούλου και μετέπειτα έγινε αυτή που όλοι αποκαλούσαν «La Divina». Οι παραστάσεις της προκάλεσαν θόρυβο σε ιδρύματα παγκόσμιας κλάσης, όπως η Σκάλα του Μιλάνου και η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.

Συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Λουτσίνο Βισκόντι, ο Φράνκο Ζεφιρέλι και ο Λέοναρντ Μπερνστάιν. Έλαμψε και γοήτευσε το τηλεοπτικό κοινό, όπως το 1956 στην εμφάνισή της στο The Ed Sullivan Show, όπου τραγούδησε το Vissi d’arte, μια άρια από την όπερα Tosca του Τζιάκομο Πουτσίνι το 1899.

Όμως πέρα από τις λαμπερές παραστάσεις και το παρατεταμένο χειροκρότημα για αυτήν την υπέροχη φωνή, ήταν μία ψυχή βασανισμένη και κυρίως μόνη, ή καλύτερα μοναχική όπως συνήθιζε να λέει η ίδια. «Πρέπει να είμαστε μοναχικοί. Νιώθω την ανάγκη να είμαι μόνη». 

Εκβιασμοί, ξυλοδαρμοί, ντροπιαστικές συμπεριφορές και από την άλλη η μουσική και η όπερα, που υπήρξαν για την ίδια λύτρωση και απελευθέρωση ψυχής.

Η προσωπική ζωή της Κάλλας προσέλκυσε μεγάλη δημοσιότητα κι αυτοί που κανονικά θα έπρεπε να την προστατεύουν έκαναν το ακριβώς αντίθετο. 

Εκμεταλλεύτηκαν το ταλέντο της, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειάς της, του πολύ μεγαλύτερου σε ηλικία συζύγου της Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και του εραστή της Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος θα παντρευόταν τελικά την Τζάκι Κένεντι, αλλά θα συνέχιζε να κυνηγάει την Κάλλας. 

Την έβλεπαν ως το διαβατήριο για να βγάζουν χρήματα, μόνο χρήματα. Αυτό και τίποτα περισσότερο. 

Η μητέρα της, Ευαγγελία Δημητριάδη, είχε εργαστεί ως πόρνη κατά τη διάρκεια του πολέμου, συνεργάστηκε με ναζί στρατιώτες, και προσπάθησε να σπρώξει και τη Μαρία στον ίδιο δρόμο.

Και ο Ωνάσης, ο άντρας που λάτρεψε, την παράτησε, δίνοντάς της την χαριστική βολή.

Υπάρχει κάτι όμως που κανείς δεν μπόρεσε να της στερήσει. Τη μεταθανάτια λατρεία της.

Η ταινία «Maria» με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα Τζολί

Ο Pablo Larraín φαίνεται να έχει εμμονή με τις πιο γοητευτικές και πλούσιες γυναίκες του 20ού αιώνα.

Για τρίτη φορά σκηνοθετεί ένα μοναδικό πορτραίτο μιας ακόμη ισχυρής γυναικείας παρουσίας στη μεγάλη οθόνη, φτιάχνοντας έτσι μια τριλογία μετά το «Jackie» (2016) με την Νάταλι Πόρτμαν ως Τζάκι Κένεντι και το «Spencer» (2021) με την Κρίστεν Στούαρτ ως Πριγκίπισσα Νταϊάνα.

Τώρα ολοκλήρωσε την τριλογία του με το «Maria», στο οποίο η Τζολί υποδύεται μια από τις πιο διάσημες σοπράνο της όπερας στην ιστορία, τη Μαρία Κάλλας.

Το γεγονός ότι τόσο η Κάλλας όσο και η Κένεντι είχαν μακροχρόνιες σχέσεις με τον Αριστοτέλη Ωνάση είναι ένας ακόμη συνδετικός κρίκος μεταξύ αυτών των ταινιών.

Η διαφορά μεταξύ τους είναι ότι ενώ η Τζάκι και η Σπένσερ είχαν κάτι ξεχωριστό να πουν για τις ηρωίδες τους, η Μαρία πλανάται χωρίς να κατασταλάξει σε αυτό που θέλει να πει.

REUTERS/Louisa Gouliamaki/File Photo

Η Τζολί πρεμιέρα της ταινίας «Maria» στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας – Φωτογραφία Reuters

Σε σενάριο του Στίβεν Νάιτ, ο οποίος έγραψε και το σενάριο για το «Σπένσερ», η ταινία ξεκινά στο Παρίσι του 1977, με το πτώμα της Κάλλας να απομακρύνεται από το διαμέρισμα με τους πολυέλαιους – όχι και το πιο πρωτότυπο μέρος για να ξεκινήσει μια βιογραφία, σημειώνει το BBC. 

Η αφήγηση στη συνέχεια γυρίζει μία βδομάδα πριν και μας μεταφέρει τις τελευταίες ημέρες της ελληνίδας σοπράνο. 

Έχει προ πολλού αφήσει τις παραστάσεις και περνάει τον χρόνο της υπό το άγρυπνο βλέμμα του μπάτλερ (Pierfrancesco Favino) και της οικονόμου της (Alba Rohrwacher), οι οποίοι είναι αφοσιωμένοι σε αυτήν, παρά την επιμονή της να μεταφέρουν το πιάνο της από δωμάτιο σε δωμάτιο σε καθημερινή βάση.

Ο μπάτλερ της, μακράν ο πιο συγκινητικός χαρακτήρας της ταινίας, είναι αποφασισμένος να δει η Κάλλας έναν γιατρό για όλα τα χάπια που παίρνει, αλλά εκείνη έχει άλλα σχέδια.

Πηγαίνει στην όπερα για να διαπιστώσει αν η άρρωστη φωνή της θα μπορούσε να ξαναγίνει όπως παλιά, να ξαναβρεί την παλιά της δόξα και έχει προγραμματίσει μια συνέντευξη με ένα τηλεοπτικό συνεργείο.

«Αυτό το τηλεοπτικό συνεργείο», ρωτάει ο μπάτλερ της, «είναι αληθινό;». Η απάντηση είναι όχι. Τα μέλη του συνεργείου είναι παραισθήσεις, και η Κάλλας το γνωρίζει, αλλά δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να συνομιλεί με τα «οράματά» της, και έτσι βολτάρει στο Παρίσι, μιλώντας με έναν ανύπαρκτο δημοσιογράφο (Kodi Smit-McPhee), τον οποίο ονομάζει από ένα χάπι που μόλις πήρε, Mandrax.

Αυτή η φανταστική συνέντευξη είναι μια επινόηση του Larraín για να ανασυνθέσει επεισόδια από το παρελθόν της Κάλλας.

Τη βλέπουμε να τραγουδάει για ναζιστές αξιωματικούς ως έφηβη στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τη βλέπουμε ως αντικαταστάτρια μιας άλλης τραγουδίστριας στη Βενετία το 1949, μια σκηνή που παραπέμπει στη μεγάλη επιτυχία του Λέοναρντ Μπερνστάιν στην ταινία του Μπράντλεϊ Κούπερ «Maestro».

Όμως, το κύριο μέλημα της ταινίας είναι το ειδύλλιό της με τον Ωνάση (τον οποίο υποδεύεται ο Haluk Bilginer) το οποίο ξεκινά σε ένα κοκτέιλ πάρτι το 1957, όπου ο μεγιστάνας της ναυτιλίας καυχιέται, λίγα μέτρα μακριά από τον σύζυγό της, ότι είναι γραφτό να είναι μαζί.

Πίσω στο 1977, η Κάλλας λέει στο προσωπικό της ότι το φάντασμα του Ωνάση εξακολουθεί να την επισκέπτεται κάθε βράδυ, οπότε ίσως είχε εμμονή μαζί του μέχρι το τέλος.

Η βασανισμένη ζωή της Κάλλας

Η προσωπική ζωή της Μαρίας Κάλλας είχε πολλά δράματα και σκοτεινά παρασκήνια που αποκάλυψε η βιογραφία της Lyndsy Spence.

Η μητέρα της την εκβίασε, ο σύζυγός της Giovanni Battista Meneghini την έκλεβε, και ο μεγιστάνας Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν βίαιος και την εγκατέλειψε για τη Τζάκι Κένεντι.

Η Diva του 20ου αιώνα, η σοπράνο Μαρία Κάλλας λατρεύτηκε από το κοινό σε όλο τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν γνώρισε την πραγματική αγάπη που τόσο διακαώς επιθυμούσε.

Πίσω από τα φώτα και το χειροκρότημα η ζωή της ήταν ακόμη πιο τραγική από ό, τι η ίδια είχε συνειδητοποιήσει.

Η διεθνούς φήμης σοπράνο Μαρία Κάλλας μιλάει στην ραδιοφωνική εκπομπή του BBC , Λονδίνο 1958. ΑΠΕ/BBC/BBCΗ διεθνούς φήμης σοπράνο Μαρία Κάλλας μιλάει στην ραδιοφωνική εκπομπή του BBC , Λονδίνο 1958. ΑΠΕ/BBC/BBC

Η διεθνούς φήμης σοπράνο Μαρία Κάλλας μιλάει στην ραδιοφωνική εκπομπή του BBC , Λονδίνο 1958. ΑΠΕ/BBC/BBC

Η Lyndsy Spence είχε πρόσβαση στην αδημοσίευτη αλληλογραφία της Κάλλας και σε άλλο ανέκδοτο υλικό, το οποίο ρίχνει φως στα βασανιστήρια που υπέστη στο γάμο της με τον Μενεγκίνι, την κακοποίηση από τον Ωνάση και τη σεξουαλική παρενόχληση από τον διευθυντή ενός από τα σημαντικότερα Ωδεία του κόσμου.

Η ιστορικός και συγγραφέας, δήλωσε ότι οι επιστολές που σχετίζονται με τον Ωνάση και την θυελλώδη σχέση του με την Κάλλας, αποκαλύπτουν την τρομακτική δοκιμασία που υπέστη η Diva, ειδικά το 1966, όταν η σωματική βία που ασκούσε ο Έλληνας κροίσος πάνω της, απειλούσε ακόμα και τη ζωή της. 

Σε μια επιστολή προς τη γραμματέα της, η Κάλλας γράφει: «Δεν θα ήθελα ο Ωνάσης να μου τηλεφωνήσει και να αρχίσει ξανά να με βασανίζει».

Σχετικά με την ιστορία του γάμου της με τον Μενεγκίνι, το «παράσιτο» όπως τον αποκαλεί, η Κάλλας γράφει: «Ο σύζυγός μου με απειλεί ακόμα και με ληστεύει. Μου παίρνει περισσότερα από τα μισά χρήματά μου καταθέτοντας τα πάντα στο όνομά του από τότε που παντρευτήκαμε… ήμουν ανόητη… που τον εμπιστεύτηκα».

«Όλοι τον περνάνε για εκατομμυριούχο ενώ δεν έχει δεκάρα δική του».

Οι άγνωστες πτυχές της ζωής της Κάλλας περιλαμβάνουν και την αλήθεια για τη σκληρή παιδική ηλικία της στην Ευρώπη:

«Η Κάλλας ήταν δυσαρεστημένη από τη μητέρα της, Ευαγγελία Δημητριάδη, η οποία εργάστηκε ως πόρνη κατά τη διάρκεια του πολέμου, συνεργαζόμενη με ναζί στρατιώτες, στους οποίους προσπάθησε να προωθήσει και την ίδια την κόρη της», δήλωσε η συγγραφέας.

Αργότερα, η μητέρα της Κάλλας παραχώρησε συνεντεύξεις και πούλησε τις ιστορίες της στον Τύπο, προσπαθώντας να εκβιάσει την κόρη της:

«Ξέρεις τι κάνουν οι καλλιτέχνες ταπεινής καταγωγής μόλις γίνουν πλούσιοι; Στην αρχή ξοδεύουν τα πρώτα τους χρήματα για να φτιάξουν ένα σπίτι για τους γονείς τους και τους κακομαθαίνουν με δώρα και πολυτέλειες… Τι έχεις να πεις, Μαρία;», της έγραφε!

Η Κάλλας είχε δηλώσει κάποτε: «Αν είχε σταθεί για μένα μια πραγματική μητέρα, θα την αγαπούσα…».

Ούτε ο πατέρας της, Γιώργος Καλογερόπουλος, ήταν καλύτερος, λέει η συγγραφέας: «Της έγραψε ένα γράμμα, προσποιούμενος ότι πέθαινε σε ένα νοσοκομείο απόρων, στην προσπάθεια να της αποσπάσει χρήματα. Στην πραγματικότητα, είχε μια ελαφρά ασθένεια».

Η Κάλλας έγραψε: «Έχω βαρεθεί τον εγωισμό και την αδιαφορία των γονιών μου απέναντί μου… Δεν θέλω άλλη σχέση. Ελπίζω οι εφημερίδες να μην τους ανακαλύψουν. Τότε θα μετανιώσω πραγματικά, που τους είχα γονείς».

Το αδημοσίευτο υλικό που χρησιμοποίησε η συγγραφέας της βιογραφίας της, δίνει επίσης νέες πληροφορίες για τα προβλήματα υγείας της, τα οποία επηρέασαν τις παραστάσεις της στη δεκαετία του 1960 και αποκαλύπτουν την εξάρτησή της από τα φάρμακα και την απώλεια της φωνής της αρκετές φορές.

Η συγγραφέας λέει: «Μίλησα με τον νευρολόγο που την είχε φροντίσει πριν από τον θάνατό της. Η Κάλλας υπέφερε από μία νευρομυϊκή ασθένεια, τα συμπτώματα της οποίας άρχισαν στη δεκαετία του ’50, αλλά οι γιατροί τότε πίστευαν πως είναι τρελή».

Εξηγεί επίσης την απώλεια της φωνής της, η οποία στάθηκε τροχοπέδη στη σταδιοδρομία της.

Η Κάλλας πέθανε το 1977 σε ηλικία 53 ετών στο Παρίσι, μόνη, πια, στο διαμέρισμά της.

Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου στον Ελληνορθόδοξο Καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου στο Παρίσι και, αφού το σώμα της αποτεφρώθηκε όπως επιθυμούσε, την άνοιξη του 1979 η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο Πέλαγος.

Πληροφορίες από BBC, Guardian

Πηγή