Ο μελαγχολικός ζωγράφος της θάλασσας «επέστρεψε» στα Χανιά

Στα όμορφα Χανιά και συγκεκριμένα στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανιών εκτίθενται, αυτές τις μέρες, τα ωραιότερα και πιο εμβληματικά έργα του πιο αντιπροσωπευτικού μας θαλασσογράφου Κωνσταντίνου Βολανάκη, που απεικονίζουν άγριες και ήρεμες θάλασσες, απάνεμα λιμάνια, περήφανα ιστιοφόρα και ατμόπλοια, θρυλικές ναυμαχίες και πυρπολήσεις, αλλά και καθημερινές στιγμές από τη ζωή του λιμανιού, καθώς και αναφορές στη θαλασσινή ιστορία της χώρας μας – αλλά και των ξένων τόπων όπου περιπλανήθηκε ο κοσμοπολίτης ζωγράφος.


«H ναυμαχία της Σαλαμίνας»

Συγκρινόμενες μάλιστα με άλλες εκθέσεις, η όμορφα επιμελημένη από τον ιστορικό τέχνης και έφορο της συλλογής της Βουλής των Ελλήνων Θοδωρή Κουτσογιάννη έκθεση δείχνει να βρίσκει έναν άκρως φιλόξενο χώρο, που αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τα αξεπέραστα έργα ενός από τους πιο αγαπητούς Ελληνες παραστατικούς ζωγράφους. Ενδεχομένως να είναι η σύνδεση του εξωτερικού τοπίου των Χανίων και του λιμανιού -φιγουράρει περήφανο στο πέρασμα της Ιστορίας δείχνοντας τη σύνδεση που είχε με τα κορυφαία λιμάνια της Ιταλίας και της Μεσογείου- που συντελεί στο να αναδειχθούν ακόμα περισσότερο αυτά τα φιλοτεχνημένα με μοναδική ατμόσφαιρα, πηγαίο ρομαντισμό και κορυφαία μαεστρία θαλασσινά έργα. Αλλωστε, σε αυτή την έκθεση με τον τίτλο «Κωνσταντίνος Βολανάκης: Νόστος της Θάλασσας, έργα από τη συλλογή του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη», που τελεί υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, μπορεί κανείς να θαυμάσει όχι μόνο αξεπέραστα έργα από τη συλλογή του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη -με μερικά από τα οποία είναι προσωπικά και άμεσα συνδεδεμένος ο ίδιος ο Πάνος Λασκαρίδης-, αλλά και κορυφαίες ελαιογραφίες που ανήκουν στο Αρχηγείο Ναυτικού, τη Βουλή των Ελλήνων και την Τράπεζα της Ελλάδος.

tourkiki-fregata

«Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας» αποτελεί το κορυφαίο αριστουργηματικό έργο του Κωνσταντίνου Βολανάκη

Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σπουδαιότητα αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται έργα του κορυφαίου ζωγράφου στην ιδιαίτερη πατρίδα του, 186 χρόνια από τη γέννησή του και 172 από τότε που μετακόμισε με την οικογένειά του στη Σύρο.

Η πολυτάραχη ζωή του


Γεννημένος στο Ηράκλειο της τότε τουρκοκρατούμενης Κρήτης το 1837, ο Βολανάκης πρόλαβε να γνωρίσει την πρώτη και παντοτινή του πατρίδα, τη θάλασσα, που πολύ σύντομα θα τον οδηγήσει σε διαφορετικά λιμάνια, από τη Σύρο στον Βόλο και από εκεί στην Τεργέστη, όπου θα εργαστεί ως λογιστής στον εμπορικό οίκο Αφεντούλη, με τον οποίο διατηρεί στενή συγγένεια. Από το παράθυρό του μπορεί να παρατηρεί διάφορες λεπτομέρειες της παραλιακής λεωφόρου, όπως το μέγαρο Carciotti και τα πανέμορφα καράβια που μπαίνουν στο λιμάνι, τα οποία αρχίζει να σκιτσάρει πάνω στα χαρτιά με τις σημειώσεις του. Το ταλέντο του θα γίνει πολύ γρήγορα αντιληπτό και η οικογένειά του, που τότε διατηρούσε οικονομική άνεση, θα αποφασίσει να πληρώσει τις σπουδές του και να τον στείλει στην κορυφαία Ακαδημία του Μονάχου. Εκεί είναι που θα λάβει τη δέουσα παιδεία, θα γαλουχηθεί με τις ρομαντικές ιδέες έχοντας ως δάσκαλο τον Πιλότι και θα αποφοιτήσει με άριστα ως ένας από τους πιο προικισμένους καλλιτέχνες της σχολής. Μαζί με τον Γύζη, τον Λεμπέση, τον Λύτρα και τον Βρυζάκη θα διαμορφώσουν την περίφημη Σχολή του Μονάχου και τα έργα τους δεσπόζουν σήμερα στις αίθουσες της Εθνικής μας Πινακοθήκης αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας της ελληνικής τέχνης.

Ωστόσο, ο Βολανάκης ως ανήσυχο πνεύμα θα θελήσει πολύ σύντομα να διαφοροποιηθεί από τις εμμονές του κύκλου του, που εστιάζει σε ηθογραφικά θέματα και σε προσωπογραφίες, δίνοντας αντ’ αυτών έμφαση στις μικρές λεπτομέρειες της έντονης ζωής του λιμανιού: στους αχθοφόρους, τους εργάτες, όλους αυτούς τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του καθημερινού βίου. Ενα από τα πρώτα πανέμορφα έργα του, το «Ψαράδες κοντά σε νησί», θα δώσει το στίγμα της απόλυτης και ατελεύτητης αφοσίωσης του Βολανάκη στη θάλασσα και τους ανθρώπους της. Από τον αγαπημένο του Πειραιά μέχρι τα λιμάνια του Βόλου και της Πάτρας δεν υπάρχει λεπτομέρειά τους που να διαφεύγει την προσοχή του, ενώ έντονη καλλιτεχνική ποικιλία παρουσιάζουν στα έργα του και τα πλεούμενα, από μικρά βαρκάρια μέχρι ολοκαίνουρια ατμόπλοια, εμπορικά και ψαροκάικα. Ο ρομαντισμός του θα του επιτρέψει, επίσης, να ζωγραφίσει φανταστικά πέλαγα, αντλημένα από το βάθος των μύθων, των διαβασμάτων και των ιστορικών αναφορών του.

Κορυφαίο είναι το αριστουργηματικό του έργο «Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας», που δεσπόζει στον πρώτο όροφο της Πινακοθήκης και επικοινωνεί νοερά -μια πολύ ωραία επιλογή του επιμελητή- με το άλλο μεγάλο έργο «Η ναυμαχία της Σαλαμίνας», που βρίσκεται στο ισόγειο και κλέβει την προσοχή του επισκέπτη. Πρόκειται για ένα έργο που καταγράφει απόλυτα όλη τη ζωγραφική μαεστρία και καλλιτεχνική δεινότητα του Βολανάκη, παραγγελία του Χαριλάου Τρικούπη, ο οποίος είχε φροντίσει να πληροφορηθεί τη μεγάλη επιτυχία που είχε ήδη ο Βολανάκης στο εξωτερικό.

f3_2

«Η αποβίβαση»

Μια αιτία της επιτυχίας του ήταν «Η ναυμαχία της Λίσσας», έργο το οποίο είχε επιλέξει ύστερα από διαγωνισμό ο ίδιος ο Αυστριακός αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ Β’ και κατέληξε να εκτεθεί με επιτυχία στα βιεννέζικα Ανάκτορα του Χόλφμπουργκ – μια ανέλπιστή και κορυφαία αναγνώριση για νέο καλλιτέχνη. Ακολούθησε, αμέσως μετά, η περίφημη «Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ», την οποία ο Ελληνας ζωγράφος εμπνεύστηκε από τον θρίαμβο του Βρετανικού Ναυτικού κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Η περίτεχνη και πολύπλοκη αυτή σύνθεση, που μάλιστα έχει αγοραστεί από το υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας, δείχνει ότι ο Βολανάκης δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από κορυφαίους ζωγράφους αντίστοιχων θεμάτων όπως ο Ουίλιαμ Τέρνερ ή ο Τζον Κόνσταμπλ, οι οποίοι είχαν απογειώσει τη βρετανική τοπιογραφία, αλλά ούτε και από κορυφαίους Φλαμανδούς και Ολλανδούς καλλιτέχνες που είχαν γίνει διάσημοι σε όλο τον κόσμο ως οι καλύτεροι στις απεικονίσεις πλοίων – οι περίφημοι portraitistes des bateaux. Επομένως, όταν ο ίδιος ο Τρικούπης του παρήγειλε έργο, ο Βολανάκης δεν είχε να φοβηθεί τη σύγκριση με κορυφαία ονόματα που μεσουρανούσαν τότε στην Ευρώπη σε ένα τόσο κοινωνικά κλειστό κύκλωμα όπως ήταν τότε οι ζωγράφοι.

«Η ναυμαχία της Σαλαμίνας», που παρεδόθη στον τότε Ελληνα πρωθυπουργό σε επίσημη τελετή, καταδεικνύει όλη την παράφορη δύναμη της τέχνης του Βολανάκη, καθώς δεν εστιάζει τόσο στις απτές, καταφανείς ιστορικές λεπτομέρειες όσο στις αντιδράσεις των συμμετεχόντων, στις λυρικές λεπτομέρειες από τα καράβια, τις σημαίες αλλά και στο μυθικό περιεχόμενο που είναι άμεσα συνδεδεμένο με το κίνημα του ρομαντισμού: μάλιστα σε πρώτο πλάνο δεν βρίσκεται, όπως θα περίμενε κανείς, κάποιος Ελληνας στρατηγός, αλλά η σύμμαχος του Ξέρξη, βασίλισσα της Ικαρίας Αρτεμισία, σε ένα πλοίο στολισμένο με άνθη – μια λεπτομέρεια που εξηγεί και μια πιθανή έκβαση της ήττας. Τολμηρός σε ευρηματικότητα, ο Βολανάκης φρόντισε με τον δικό του υπόγειο τρόπο να προσθέσει το ζήτημα της προδοσίας σε ένα έργο που ήξερε ότι θα έχει καθολική απεύθυνση και αντίστοιχη χροιά. Σίγουρος για την τέχνη του, έμοιαζε τότε να μπορεί να «διαβάζει» με ακρίβεια κάθε μικρό και μεγάλο πρωταγωνιστή του πίνακα, που υπερτόνιζε ακόμα περισσότερο την ανέλπιστη επιτυχία της χώρας του σε μία από τις διάσημες στιγμές της ελληνικής Ιστορίας. Ταυτόχρονα, είναι αυτό το αρχαιοελληνικό νόστιμον ήμαρ, άμεσα συνδεδεμένο με τη θάλασσα, που κατέλαβε τον προικισμένο καλλιτέχνη κάνοντάς τον να αγνοήσει την παντελή έλλειψη του κατάλληλου καλλιτεχνικού πεδίου, αστικού κόσμου, παιδείας και αντίστοιχων υποδομών -στοιχεία απαραίτητα για την αναγνώριση στης ζωγραφικής του, που δυστυχώς περιέγραφαν την κατάσταση της Ελλάδας τον 19ο αιώνα- και να αποφασίσει να γυρίσει στα πάτρια εδάφη.

Οπως μας επισήμανε χαρακτηριστικά ο επιμελητής της έκθεσης Θοδωρής Κουτσογιάννης, «Η ναυμαχία της Σαλαμίνας» φαίνεται ταυτόχρονα να είναι η αποθέωση αλλά και η κατάρα του Κωνσταντίνου Βολανάκη, αφού εξαιτίας αυτού πήρε την καταστροφική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Παρά τα προβλήματα, ωστόσο, δεν σταμάτησε ποτέ να ζωγραφίζει, φροντίζοντας μάλιστα σε πολλά έργα να βάζει τον εαυτό του να πρωταγωνιστεί σε λεπτομέρεια του έργου, κάτι που συνήθιζαν κορυφαίοι Ευρωπαίοι ζωγράφοι. Σε κάποια έργα τον βλέπουμε να αγναντεύει μελαγχολικός τη θάλασσα, ντυμένος σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, και άλλοτε να παρατηρεί την έντονη δραστηριότητα του λιμανιού. Παρότι σε κανένα δεν βλέπουμε εμφανώς το πρόσωπό του, φωτογραφίες της εποχής -μία από τις οποίες κοσμεί και την είσοδο της έκθεσης- αποκαλύπτουν έναν ευειδή νέο, με ζωντανό βλέμμα – είναι εκπληκτική μάλιστα η ομοιότητα του Βολανάκη με τον ομότεχνό του Μοντιλιάνι. Ο επιμελητής της έκθεσης υποστηρίζει ότι ο μυστηριακός αυτός κόσμος και η μελαγχολία, εκτός από τα οικονομικά προβλήματα, τον έκαναν να προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή του, ευτυχώς όχι με επιτυχία – χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται στους πιο μελαγχολικούς του πίνακες, καθώς οι θάλασσές του άλλοτε είναι γαλήνιες και άλλοτε ανταριασμένες. «Αναμφισβήτητα ήταν ο μεγαλύτερος και αξεπέραστος θαλασσογράφος της Ελλάδας», τονίζει κατά την ξενάγηση ο κ. Θοδωρής Κουτσογιάννης. «Είναι ένας θαλασσογράφος που δικαιούται μια θέση στη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση της θαλασσογραφίας, αν όχι συνολικά της ζωγραφικής τέχνης του 19ου αιώνα». Σε κείμενό του από τον κατάλογο της έκθεσης, μάλιστα, επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «στην πλούσια ζωγραφική παραγωγή του Κωνσταντίνου Βολανάκη δύο στοιχεία είναι κεφαλαιώδους σημασίας, ο επικός χαρακτήρας των συνθέσεών του και ο λυρικός χαρακτήρας της χρωματικής του αντίληψης».

Constantine_Volanakis_Women_at_river

Οι συντελεστές της έκθεσης

Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι την έκθεση αυτή την πίστεψαν όλοι όσοι συνέβαλαν στην οργάνωσή της: από τον επιμελητή κ. Θοδωρή Κουτσογιάννη μέχρι την ιδιαίτερα δραστήρια εικαστική σύμβουλο του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη και ιστορικό τέχνης, Μαρία Μιγάδη, τον πολυπράγμονα πρόεδρο της Δημοτικής Πινακοθήκης Χανίων και αντιδήμαρχο Πολιτισμού Γιάννη Γιαννακάκη, ο οποίος φαίνεται να αφουγκράστηκε όλο το βάθος της ζωγραφικής του κορυφαίου Κρητικού ζωγράφου, και φυσικά τον ίδιο τον δήμαρχο Χανίων, Παναγιώτη Σημανδηράκη, ο οποίος αγκάλιασε με ζέση το όλο εγχείρημα, όπως αντίστοιχα πολιτιστικά εγχειρήματα από τις δικής του έμπνευσης «Γιορτές Ρόκκας» μέχρι τα «Ανοιχτά Πανιά». Επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι νιώθει ιδιαίτερη περηφάνια και τιμή γι’ αυτή την έκθεση που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη γενέτειρα του Βολανάκη, την Κρήτη, τονίζει αυτή την ικανότητα «του ζωγράφου να διαβάζει ακόμη και τις πιο διακριτικές αλλαγές στο χρώμα ή στην επιφάνεια της θάλασσας, ως άλλος ψυχογράφος, που την αποθέωσε, και εκείνη του χάρισε δίκαια τον τίτλο του κορυφαίου Ελληνα θαλασσογράφου».

Παρά την υπέρτατη καλλιτεχνική του ικανότητα και δεξιοτεχνία που τον έφεραν στην πρώτη γραμμή και τον έβαλαν στα σαλόνια κορυφαίων εκπροσώπων του καλλιτεχνικού κόσμου και της εξουσίας, ο Βολανάκης δεν βρήκε στην Ελλάδα την αναγνώριση που του άρμοζε. Πέθανε πάμφτωχος και μόνος, δουλεύοντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως υπάλληλος σε κορνιζάδικο. Ωστόσο γνώρισε, όπως πολλοί κορυφαίοι ζωγράφοι, τη δικαίωση μετά θάνατον, με τα έργα του να πωλούνται σε δημοπρασίες έναντι εκατομμυρίων ευρώ και με τους θαλασσοκύρηδες και τους εφοπλιστές όπως ο Πάνος Λασκαρίδης να περιβάλλουν τα έργα του με ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη. Αυτή έμελλε να βρει σε αυτό τον άκρως φιλόξενο χώρο της Πινακοθήκης Χανίων, σε μια φροντισμένη έκθεση η οποία θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη του χρόνου.



Πηγή