Το υπουργείο Πολιτισμού χαρακτήρισε το κτήριο ως μνημείο το 1999, ενώ η διαδικασία απαλλοτρίωσής του ξεκίνησε το 2020. Μετά από προσφυγές της τ. ιδιοκτήτριας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τελικά η απαλλοτρίωση συντελέστηκε τον Μάιο του 2023 και το ακίνητο περιήλθε στην ιδιοκτησία του ΥΠΠΟ. Χάρη στην ευγενική χορηγία του Ιδρύματος «Σύλβιας Ιωάννου», ήδη εκπονείται η μελέτη αποκατάστασης και επανάχρησης του κτηρίου, η οποία αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, ώστε το έργο να ενταχθεί για χρηματοδότηση στην προγραμματική περίοδο 2021-2027.
Όπως δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Η Οικία Παλαμά αποτελεί ένα σημαντικό ιστορικό τοπόσημο για την Αθήνα, καθώς στις 28 Φεβρουαρίου 1943 η εξόδιος ακολουθία του ποιητή συνδέθηκε με την μεγαλύτερη αντιστασιακή διαδήλωση στην Αθήνα της γερμανικής κατοχής, τονώνοντας το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων. Το κτήριο, αποτελεί ένα ισχυρό σημείο αναφοράς για την σύγχρονη ιστορία μας. Ο Παλαμάς έζησε στην οικία, επί της οδού Περιάνδρου 5, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το αποκατεστημένο κτήριο πρόκειται να λειτουργήσει ως χώρος μελέτης και σπουδής της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας και διάδοσης του έργου του μεγάλου Έλληνα ποιητή. Η αποκατάσταση του κτηρίου -διατηρώντας τα στοιχεία της δεκαετίας του 1930- εντάσσεται στην πολιτική μας για την προστασία και επαναλειτουργία κτηρίων στην Πλάκα, τη γειτονιά που έχει συνδεθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, με τον χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Μαζί με την Οικία Κωλέττη, το κτήριο επί των οδών Πολυγνώτου και Διοσκούρων, που θα στεγάσει το αρχείο Ελύτη, το κτήριο επί της οδού Διοσκούρων 7, το οποίο προορίζεται να φιλοξενήσει το Μουσείο Καρόλου Κουν, και την «οικία Κοκοβίκου» επί της Τριπόδων, δημιουργούν ένα πυρήνα κτηριακών υποδομών για πολιτιστικές χρήσεις, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές εκφάνσεις και εποχές της ιστορίας της πόλης».
Πρόκειται για διώροφο συγκρότημα κατοικιών, χωρίς υπόγειο, με κοινόχρηστη είσοδο και αυλή που παραπέμπει στην τυπολογία της λαϊκής αθηναϊκής οικίας. Οι φέροντες τοίχοι είναι λιθόκτιστοι, ενώ οι εσωτερικοί τοίχοι από πλινθοδομές με συμπαγή, κυρίως, τούβλα και μπαγδατί. Η στέγη είναι ξύλινη με οροφή από μπαγδατόπηχες και κονίαμα.
Η αρχική φάση του κτηρίου φαίνεται να χρονολογείται στις αρχές του 20ου αιώνα. Μεταγενέστρες επεμβάσεις είναι εμφανείς στις λιθοδομές, καθώς και στην κύρια όψη, με κονιάματα αρτιφισιέλ. Η κατάσταση του κτηρίου είναι κακή, καθώς για χρόνια εισέδυαν νερά, κυρίως, από τη στέγη. Το μισοερειπωμένο κτήριο μέχρι σήμερα λειτουργούσε ως σκουπιδότοπος και δημόσιο ουρητήριο.