Οι «σκιές του Νότου» με την υπογραφή του Λάζαρου Αλεξάκη

Η ιστορία του Νότου είναι μια επιμελώς χαλκευμένη αλήθεια. Το καλοκαίρι του 1987 είναι η καρδιά μιας ακόμα χρονιάς αμπαλαρισμένης με την ψευδαίσθηση μιας παντοδυναμίας συγκροτημένης από καλοστημένα ψέματα και απτούς, καθημερινούς μύθους. Πομπές εφήβων οδεύουν προς ένα ηδονικό, τεχνικολόρ μέλλον, με τα κοπάδια των ορμών τους να κατασπαράζουν τις νύχτες τους.
Ήρωες της διπλανής πόρτας αναζητούν τις ονειρώξεις τους σε ηλεκτρικά τοπία. Ένας κύκλος αίματος ξεκινάει όταν ο Γιώτης, ο ιδιοκτήτης του Νότου, ενός παραλιακού μπαρ μιας επαρχιακής πόλης, αποφασίζει να βοηθήσει μια δημοσιογράφο της Μεσογείου, τη Μαρλίνα, να εξιχνιάσει το παράξενο ατύχημα ενός νεαρού. Μπάτσοι και βαποράκια, ντίβες και χαρτοπαίκτες, ευσυνείδητοι δολοφόνοι και αθώοι περαστικοί παρασύρονται σε μια ιλιγγιώδη πορεία προς το κενό, για να ανακαλύψουν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα, εκτός από το να σώσουν τους εαυτούς τους.








Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου

Η Έλλη άναψε τη λάμπα στο μικρό γραφείο, που της φάνηκε σκοτεινό και καταθλιπτικό. Κάθισε στον καναπέ και έψαξε νευρικά στην τσάντα της για τσιγάρα. Της είχαν μείνει δύο τελευταία. Είχε σκοπό να πει στη Μαρλίνα να κάνουν μια στάση καθώς έρχονταν στον Νότο, αλλά με την κουβέντα το είχε ξεχάσει. Κατέβηκε τη στενή σκάλα και ήταν έτοιμη να τη φωνάξει, όταν είδε τον Νικόκα να κάθεται δίπλα της. Ο Λεπάπιλον, βλέποντάς τη να κατεβαίνει, προχώρησε με γρήγορα βήματα προς τη σκάλα για να την καλύψει, ώστε να μην τη δει ο Νικόκας αν σήκωνε το κεφάλι. Η Έλλη ανέβηκε ξανά πάνω και κάθισε στον καναπέ του γραφείου του Γιώτη τρέμοντας.

Ένιωσε απελπισία. Θα περνούσε όλη της τη ζωή κρυμμένη για να σωθεί από τον δράκο; Ακόμα και αν άλλαζε πόλη, θα την έβρισκε, τον ήξερε καλά.

«Όπως είμαι εγώ εντάξει μαζί σου, θέλω κι εσύ να είσαι εντάξει μαζί μου». Αυτό της έλεγε πάντα. Και τώρα δεν ήταν εντάξει μαζί του. Το να είναι εντάξει μαζί του σήμαινε να ντύνεται όπως ήθελε αυτός, να βγαίνει μαζί του για να τη χαζεύουν οι φίλοι του, να μη μιλάει όταν ήταν άλλοι μπροστά, εκτός για να συμφωνήσει μαζί του, και να τον υπηρετεί σε ό,τι ήθελε. Το να είναι εντάξει αυτός μαζί της σήμαινε, κατά τη γνώμη του, να της πληρώνει το ρεύμα, τον μπακάλη, τον χασάπη. Δεν παρέλειπε να της υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία πόσο λίγα απαιτούσε για τη μοναδική αίσθηση ασφάλειας που της παρείχε.

Στην αρχή ήταν καλός μαζί της, αυτό ήταν που την τράβηξε. Ήταν ο μόνος που της φερόταν τόσο ευγενικά. Όταν έβγαιναν, την πρόσεχε και της τραβούσε την καρέκλα για να κάτσει. Σε ένα κοπάδι λύκων μόνο αυτός φορούσε τόσο καλά την προβιά. Φρόντισε να την πετάξει από πάνω του μόλις γνωρίστηκαν καλύτερα, ήταν φανερό ότι τον στένευε.

Την πρώτη φορά που θα γιόρταζαν μαζί τη γιορτή της, της είπε ότι ήθελε να της κάνει ένα δώρο. Επειδή, όπως είπε υποτιμητικά, εκείνη «δεν ήξερε από αυτά», την πήρε και κατέβηκαν «στα μαγαζιά». Η τελευταία φορά που είχε πάει με κάποιον να της ψωνίσει «στα μαγαζιά» ήταν με τον μπαμπά της. Μπήκαν σε ένα μαγαζί, όχι πολύ ακριβό, και διάλεξε ένα λεπτό μπεζ πουλόβερ. Το φόρεσε, και η υπάλληλος της είπε «Σας πάει πολύ!» με ειλικρινή θαυμασμό.

«Ευχαριστώ», είπε αυτή, μα ο Νίκος τής έδωσε ένα στενό κόκκινο μίνι φόρεμα με ανοιχτό ντεκολτέ και της είπε: «Βάλε αυτό».

Η Έλλη κοκκίνισε, αλλά το φόρεσε, και όταν βγήκε από το δοκιμαστήριο, αυτός την κοίταξε και είπε στην κοπέλα:

«Αυτό θα πάρουμε».

Η κοπέλα κοίταξε την Έλλη και είπε ευγενικά: «Αυτό τελικά;»

Η Έλλη είπε «Θα το σκεφτώ», κατακόκκινη, μπήκε στο δοκιμαστήριο και μόλις βγήκε, της το πήρε ο Νικόκας από τα χέρια και το έδωσε στην κοπέλα.

«Για δώρο, κοπελιά».

Γύρισε προς την Έλλη, της χτύπησε την πλάτη και της έκλεισε το μάτι.

«Μην ντρέπεσαι να τα φοράς. Εδώ τα φοράνε κάτι πατσούρες και δεν ντρέπονται. Αυτό σου πάει. Ό,τι σου λέω εγώ».

Όσο περίμεναν να τους το τυλίξει, η Έλλη ένιωθε να πνίγεται. Όταν βγήκαν έξω, της έδωσε την τσάντα και της είπε ανέκφραστος: «Με γεια».

Πήρε την τσάντα χωρίς να μιλήσει, ένιωθε ένα τεράστιο βάρος στο στήθος της.Είχε αποφασίσει να μην το βάλει ποτέ. Ο Νικόκας, λες και διάβασε τη σκέψη της, της έκλεισε το μάτι πονηρά.

«Βάλ’ το αύριο που θα σε βγάλω».

Αυτό ήταν άλλη μια αλλαγή. Το «θα βγούμε» είχε γίνει «θα σε βγάλω».

Ήταν τέτοια μικρά σημάδια στην αρχή. Οι προστακτικές, γιατί με προστακτικές μιλούσε πάντα, συνοδεύονταν πλέον από ένα ελαφρύ σφίξιμο στο μπράτσο της από το τεράστιο χέρι του. «Πήγαινε εκεί». «Κάτσε». Την έπαιρνε μαζί του σε «δουλειές». Συναντιόνταν με ανθρώπους που δεν ήξερε, και εκείνος δεν τη σύστηνε καν. Της έσφιγγε το μπράτσο και της έδειχνε μια καρέκλα: «Περίμενε εδώ». Στις καφετέριες παράγγελνε γι’ αυτήν: «Φέρε έναν χυμό στην κοπελιά». Ο σερβιτόρος ρωτούσε τι χυμό κι εκείνος απαντούσε: «Φέρε ό,τι έχεις». Συνήθισε να μη μιλάει παρουσία του. Όταν τέλειωνε τις δουλειές, έβαζε το χοντρό του χέρι στον αυχένα της και τον πίεζε ελαφρά. «Έλα, πάμε».

Δεν της άρεσε σαν άντρας, ήταν απλώς ανεκτός. Στο κρεβάτι λίγος, χωρίς φαντασία, λαίμαργος. Στην αρχή είχε πιστέψει ότι είχε ξαναβρεί αυτό που είχε χάσει με τον θάνατο του πατέρα της και της μητέρας της. Μια σχέση αγάπης και εμπιστοσύνης. Ένιωθε οίκτο για τον Νίκο, χωρίς να του το πει ποτέ, οίκτο για το πώς ζούσε τη ζωή του, τόσο ρηχά, στεγνά. Πίστευε σε κάτι καλό μέσα του, που κάθε μέρα πάσχιζε να το φέρει στην επιφάνεια, μα το μόνο που κατάφερνε ήταν να βουλιάζει μαζί του.

Σκεφτόταν ότι με το να είναι με τον Νίκο προστάτευε και τον Χάρη, έστω κι αν είχε λόγους να τους κρατάει σε απόσταση. Πως αν κάτι συνέβαινε σ’ εκείνη, θα υπήρχε κάποιος που σε μια δύσκολη στιγμή θα του στεκόταν. Μα η προστα- σία της ήταν αυτή που λίγο έλειψε να τον τελειώσει. Ένιωσε ότι θα σπαράξει στο κλάμα, ξανά. Είχε κουραστεί να κλαίει. Άνοιξε με σπασμωδικές κινήσεις το πακέτο της παίρνοντας το τελευταίο τσιγάρο. Το προηγούμενο είχε καεί στο τασάκι μετά την πρώτη τζούρα. Το άναψε και τράβηξε λαίμαργα. Η καύτρα έλαμψε ξανά και ξανά, μέχρι που έφτασε στη μέση του τσιγάρου.

Άκουσε βήματα στη σκάλα, το έσβησε πατώντας το νευρικά στο τασάκι και σηκώθηκε πανικόβλητη, ψάχνοντας να κρυφτεί. Είδε με ανακούφιση τη Μαρλίνα.

«Τι συμβαίνει; Φεύγουμε;» της είπε.

«Δεν είναι ασφαλές να βγεις τώρα. Σε ψάχνει».

«Τι εννοείς; Και τι θα κάνω;»

Η Μαρλίνα την έπιασε από τα μπράτσα.

«Θα μιλήσετε. Θα του μιλήσω κι εγώ ξανά. Αλλά όχι τώρα, εντάξει; Τώρα ο μαλάκας μπορεί να σε περιμένει στο επόμενο στενό. Πώς είμαστε σίγουρες ότι δεν σε είδε;»

«Δεν… Δεν με νοιάζει», είπε η Έλλη αδύναμα. Φαινόταν απελπισμένη. «Δεν με νοιάζει τίποτα», συνέχισε. «Ούτε τον Χάρη κατάφερα να προστατέψω ούτε κανέναν!»

«Θα προστατέψεις τον εαυτό σου τώρα! Αυτό θα κάνεις, μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε. Λοιπόν, σήμερα θα μείνεις εδώ, το κανόνισα με τον Γιώτη. Αύριο το πρωί θα έρθω να σε δω και τότε θα βγάλουμε σχέδιο. Εντάξει, κοριτσάκι;»

Η Μαρλίνα κατέβηκε τη σκάλα και εξαφανίστηκε.

Μακάρι να μπορούσε να κάνει το ίδιο, να βγει λίγο έξω. Ήθελε λίγο αέρα, απεγνωσμένα, όμως έξω ήταν αυτός. Το μυαλό της έκανε τρελά σενάρια. Ο Νίκος θα είχε καταλάβει σίγουρα ότι ήταν κλεισμένη εκεί. Θα ξαναγύριζε και θα σκότωνε τη Μαρλίνα και τον Γιώτη, εκεί, μέσα στον κόσμο, θα ανέβαινε τη σκάλα, θα της έσφιγγε τον αυχένα και θα της έλεγε: «Σήκω, πάμε». Μετά θα την ανάγκαζε να συνεχίσει να ζει μαζί του και να την περιφέρει στις δουλειές, σαρκίο κενό ψυχής και ομιλίας, μέχρι που να τη βαρεθεί.

Η μουσική σταμάτησε και οι τελευταίοι πελάτες έφυγαν. Άκουσε τον μπάρμαν να σέρνει κουρασμένα τις καρέκλες στις θέσεις τους και τα βήματά του στη σκάλα.

Η Έλλη περίμενε μέχρι που άκουσε την εξώπορτα του μαγαζιού να κλείνει. Όταν όλα ήταν σκοτεινά, κατέβηκε κάτω χωρίς να ανάψει φως, πήρε ένα μπουκάλι βότκα από το μπαρ και γέμισε ένα ποτήρι μέχρι πάνω. Άναψε ένα τσιγάρο από τα απαίσια στούκας της Μαρλίνας, ακούμπησε στην μπάρα και άφηνε τον καπνό να βγαίνει αργά από το στόμα της, κοιτώντας τον να χορεύει βαριεστημένα στο σκοτάδι, μέχρι που τέλειωσε η βότκα, τέλειωσαν τα τσιγάρα και έκλεισε κουρασμένη τα μάτια της.

Κοίταξε έξω. Είχε ξημερώσει. Σε λίγο θα άρχιζε να περνάει κόσμος, λιγοστός, μα σύντομα θα πύκνωνε. Τα παιδιά θα ξυπνούσαν νωρίς, ψυχανεμίζονταν, βλέπεις, το καλοκαίρι με τις θάλασσες και τα παγωτά. Ψιλικατζήδες θα πηγαινοέρχονταν στον πεζόδρομο, τα εμπορικά θα άνοιγαν στην Πλατιά Στράτα, οι νοικοκυραίοι θα άρχιζαν τα ψώνια.

Αιώνες πριν, όταν η ζωή ήταν ακόμα ζωή και όχι κυνηγητό, ο πατέρας της της άφηνε κάθε πρωί λεφτά στον μπουφέ, δίπλα στις κορνίζες με τις παλιές φωτογραφίες. Η μαμά της την έπαιρνε μαζί της στα ψώνια, για να μην τη γελάνε στα ρέστα. Την έμαθε να μετράει τα κέρματα, να παίρνει από το καλό ψωμί, και σε ποιον χασάπη να πηγαίνει. Όταν τέλειωναν τα ψώνια, της έπαιρνε ένα μοσχομυριστό πιροσκί με μια γλυκιά, πιπεράτη ζύμη. Τότε η ζωή ήταν ακόμα γεμάτη με ψώνια και ζύμες και τραπεζομάντιλα με μοτίφ. Τότε οι μέρες ήταν αγκαλιές και λινά υφάσματα, και γαλάζιες ποδιές κουζίνας με λευκά ανθάκια, ήταν μυρωδιές λεμονιού, χλωρίνης, λεβάντας και φρεσκοψημένου τσουρεκιού με αμύγδαλο φιλέ, που έπαιρναν από τη γωνία. Τότε, πριν ακόμα να πάνε σε εκείνο το ταξίδι.

Η θεία της είχε σηκώσει το τηλέφωνο, θυμόταν ακόμα τον τρόμο στα μάτια της, πριν αφήσει το ακουστικό στο τραπεζάκι με χέρι που έτρεμε και σπαράξει στο κλάμα.

Η Έλλη φοβόταν από μικρή κάποιο μεγάλο κακό, μα στο μυαλό της το μεγάλο κακό ήταν ένας οργισμένος γίγαντας ή μια κακιά μάγισσα, όχι ένας μεθυσμένος οδηγός. Ό κόσμος της έσπασε, διαλύθηκε. Όταν άδειασαν το σπίτι, τους έφεραν τα πράγματά τους σε μερικές κούτες. Τέσσερις μεγάλες δικές της και μία του Χάρη. Της φάνηκε παράξενο πως ολόκληρο το σπίτι τους χώρεσε σε πέντε κούτες, κι όμως ήταν όλα εκεί. Τα τετράδια και τα βιβλία της, ένα κουκλάκι (η Αμέλια), που το πατούσες στην κοιλιά και φώναζε «μαμά» και το ήθελε παρόλο που είχε χαλάσει, κάτι χαζορομπότ του Χάρη, ακόμα και η Εγκυκλοπαίδεια του Κουστώ, που της άρεσε να κοιτάει. Αυτό την ενοχλούσε, ήξερε ότι πρέπει να υπήρχαν ακόμα πάρα πολλά πράγματα στο σπίτι, μα όποτε προσπαθούσε να τα θυμηθεί, έβρισκε ένα κενό. Έφερνε στο μυαλό της τα δωμάτια του σπιτιού, το βράδυ όταν ξάπλωνε. Έκλεινε τα μάτια της, έμπαινε νοερά στην κουζίνα και προσπαθούσε να κοιτάξει τριγύρω, μα η μητέρα της άφηνε μια μικρή λαμαρίνα πάνω στον πάγκο, γύριζε και την αγκάλιαζε, και όλα γίνονταν αγκαλιά ζεστή και σκοτεινή. Δεν είχαν χωρέσει όλα στις κούτες, το έλεγε ξανά και ξανά μέσα της πεισματικά, θυμωμένα, ήθελε και τα υπόλοιπα πράγματα, αυτά που της πήραν, της έκλεψαν. Έκλαιγε από θυμό μέχρι που την έπαιρνε ο ύπνος.

Ποιος είναι ο συγγραφέας

Ο Λάζαρος Αλεξάκης γεννήθηκε επιτυχώς στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέρασε την εφηβική ζωή του προσπαθώντας να δραπετεύσει από αυτό. Σπούδασε Λογοτεχνία, Φιλοσοφία και αργότερα Ψυχολογία στην Αγγλία, όπου βράχηκε αρκετά, φορώντας πάντα τα λάθος ρούχα. Φρόντισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του να έρθει σε επαφή με έναν ευρύ αριθμό επιστημών, κυρίως μπαίνοντας σε λάθος αίθουσες. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο Ηράκλειο, το οποίο πλέον λατρεύει. Αρθρογραφεί από το 2005 στο περιοδικό ΜΟΤΟ. Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων, η πρώτη εκ των οποίων ψηφίστηκε στις 10 καλύτερες του 2016 στα βραβεία Public. Έχει εκδώσει επίσης δύο μυθιστορήματα, το Ομπλίκ και το Μικρό ταξίδι σε δανεικό χάρτη, καθώς και τρία κόμικς. Λατρεύει τις ταινίες noir και την Άγκαθα Κρίστι. Παίζει funk soul, jazz και γράφει blues στίχους. Γράφει μανιωδώς παντού εκτός από τα σημειωματάριά του, γιατί είναι πολύ όμορφα για να τα χαλάσει.







alexakis

Ειδήσεις σήμερα:

Κακοκαιρία: Τηλεκπαίδευση από αύριο και για τρεις ημέρες στα σχολεία της Θεσσαλίας – Ποια εξαιρούνται

Μητέρα Στέφανου Κασσελάκη: Είμαι περήφανη για το παιδί μου, εύχομαι να είναι νικητής

Άρτα: Τραγική κατάληξη για τον πατέρα και τον γιο που αγνοούνταν – Βρέθηκαν νεκροί σε χαράδρα



Πηγή