Η παραπάνω περιγραφή του για τον μαγικό τρόπο που ισορροπούσε ανάμεσα στις λέξεις και τη ζωή είναι ο πλέον ιδανικός τρόπος για να αποτυπώσει κανείς τη σύνθετη και μεγαλειώδη φυσιογνωμία του σπουδαίου και πληθωρικού λογοτέχνη που έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών. Γιατί ο Βασιλικός είχε μια μοναδική ικανότητα να μεταφέρει τα γεγονότα και τα συναισθήματα στο χαρτί, με τις απαραίτητες δόσεις φαντασίας, δραματικότητας αλλά και χιούμορ, μέσα από μια γλώσσα λιτή αλλά εξόχως πολύπλευρη και δεικτική, αποτυπώνοντας, ως ένας άξιος λογοτέχνης – ρεπόρτερ, την ελληνική πραγματικότητα άλλοτε σοβαρά κι άλλοτε πάλι με την ελαφρότητα που επιβάλλει η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο πως έγινε ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας μετά τον Νίκο Καζαντζάκη.
Και η ίδια η ζωή του όμως υπήρξε μυθιστορηματική, Γεμάτη ταξίδια, εμπειρίες, βιώματα, γνωριμίες με επιφανείς ανθρώπους, υποκινούμενη, διαχρονικά, από πάθος του για γνώση, εξερεύνηση, ανάλυση, καταγραφή και επικοινωνία.
Γεννημένος στην Καβάλα, γιος δικηγόρου και βουλευτή με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, μεγαλωμένος με μια μητέρα που τού απήγγειλε ποίηση και μια γιαγιά από την Πόλη, ήταν μόλις 15 ετών όταν ξεκίνησε να γράφει το πρώτο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, το «Σιλό», το οποίο γεννήθηκε από την ανάγκη του να ξορκίσει τα τραυματικά βιώματα της Κατοχής: «Για να γράψει κάποιος πρέπει να έχει ένα έλλειμμα ή ένα τραύμα που προσπαθεί να το αντιμετωπίσει δια της γραφής: «Για μένα ήταν η Κατοχή. Μικρό παιδί είχαμε φύγει με την οικογένειά μου από την Καβάλα και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη γιατί φοβόμασταν τους Βουλγάρους -που είχαν βλέψεις για την πόλη της Καβάλας- ότι θα “καθάριζαν” τους “προύχοντες”, βλέπετε, ο πατέρας μου ήταν βουλευτής του Βενιζέλου» εξηγούσε ο ίδιος.
Τα τραύματά του όμως δεν κατάφεραν να τον κρατήσουν στάσιμο. Το αντίθετο. Τα χρησιμοποίησε για να ανοίξει τους ορίζοντές του, να πετάξει ψηλά. Μετά την ολοκλήρωση των Νομικών Σπουδών του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που ήταν επιθυμία του πατέρα του, θα βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο υλοποίησης των δικών του επιθυμιών. Θα ταξιδέψει στην Αμερική, πραγματοποιώντας το μεγάλο παιδικό του όνειρο και θα σπουδάσει σενάριο και τηλεσκηνοθεσία για να εργαστεί, στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, ως σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη σε εγχώριες και διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές.
Ήταν όμως μοιραίο να τον κερδίσει η συγγραφή. Το 1949 τα πρώτα του ποιήματα θα δημοσιευτούν στην εφημερίδα «Μακεδονία», και θα ακολουθήσουν η έκδοση του νεανικού «Σιλό», του πρώτου του μυθιστορήματος με τίτλο «Η διήγηση του Ιάσονα» (1953), τα «Θύματα Ειρήνης» (1956) και η σπουδαία τριλογία του «Το Φύλλο», «Το Πηγάδι» και «Τ’ Αγγέλιασμα» (1961). Η σύγχρονη, γεμάτη συμβολισμούς γλώσσα του, που αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο την εποχή του, θα γοητεύσει κοινό και κριτικούς.
Το θαύμα του «Ζ»
Ήταν όμως η συγκλονιστική καταγραφή ενός αληθινού γεγονότος, η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, που έμελλε να αποτελέσει το έργο – σταθμό στην λογοτεχνική πορεία του και να αποτελέσει, ταυτόχρονα, σύμβολο αντίστασης στα μαύρα χρόνια της Δικτατορίας.
«Βασίλη, καταπληκτικό το βιβλίο. Αλλά θα πας φυλακή» τού είπε ο πανεπιστημιακός Πάνος Μουλάς όταν το πρωτοδιάβασε. Έτσι σκέφτηκε να προσθέσει τον υπότιτλο «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» προκειμένου να θολώσει τα νερά, εισάγοντας έναν νέο τρόπο γραφής στην ελληνική γραμματεία, αυτή του λογοτεχνικού ρεπορτάζ.
«Είναι κάτι ανάλογο με το χαρακτηρισμό “μη μυθιστορηματικό μυθιστόρημα” -non fiction level- που λανσάρισε στο Εν Ψυχρώ ο Τρούμαν Καπότε. Σημαίνει, με άλλα λόγια, μια περίπτωση, που θα ήταν, κάτω από άλλες περιστάσεις, φανταστική ή μυθιστορηματική αλλά συμβαίνει να ‘ναι εκατό τα εκατό πραγματική και μη μυθιστορηματική. Δηλαδή το Ζ υπακούει στους νόμους ενός έργου φαντασίας, έχει δική του νομοτέλεια, αυτόνομη, μόνο που τυχαίνει όλα αυτά να μην είναι διόλου φανταστικά, αλλά μια πιστή και υπεύθυνη αντιγραφή της πραγματικότητας» εξηγούσε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Γιατί επέλεξε το «Ζ» ως τίτλο; «Το “Ζ” είναι ένα γράμμα που είχα αγαπήσει πολύ πριν γράψω το βιβλίο μου, καθώς ήταν το σύμβολο των γαλλικών τρένων και μπορούσες να το δεις σε όλους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου και της ταινίας του Κώστα Γαβρά το 1969, το “Ζ” έγινε σύμβολο της ζωής και του αγώνα του Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά φυσικά και παγκόσμιο σύμβολο ειρήνης» είχε αποκαλύψει ο ίδιος προσθέτοντας πως το «Ζ» σημαίνει «Ζει».
Η πορεία του συγκλονιστικού αυτού έργου, που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες, το 1966, στο περιοδικό «Ταχυδρόμος», και απαγορεύτηκε από τη Χούντα, υπήρξε μεγαλειώδης. Πέρα από τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε στον αντιδικτατορικό αγώνα και την διεθνοποίησή του μέσα από τη μετάφραση του σε δεκάδες ξένες γλώσσες, θα διαγράψει μια δεύτερη, τεράστια διεθνή διαδρομή στους κόλπους του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο Κώστας Γαβράς θα μεταφέρει το «Ζ», το 1969, στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστές τους Ιβ Μοντάν, Ειρήνη Παππά, Ζαν Λουί Τρεντινιάν και Ζακ Περέν, ενδεδυμένο με την υπέροχη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η λίστα με όσα απαγορεύει στους Έλληνες η Χούντα, που προβάλλεται λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους κοινοποιεί σε ολόκληρο τον κόσμο τί σημαίνει να στερείται ένας ολόκληρος λαός την ίδια τη Ζωή. Και τα σημαντικά διεθνή βραβεία που αποσπά η ταινία, μεταξύ των οποίων και δύο Όσκαρ, τής χαρίζουν περίοπτη θέση στην διεθνή κινηματογραφική ιστορία.
«Σε δυο μέρες πληθώρα τηλεγραφημάτων, από τους τριάντα τρεις εκδότες μου του Ζ, μου ζητούσαν το καινούργιο Ζ, για τον Παναγούλη. Με πλήρωναν προκαταβολικά όσα λεφτά ήθελα. Ο λόγος που τους έπιασε αυτό το αμόκ ήταν ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο στη Le Monde, τη γαλλική εφημερίδα, δείχνοντας ένα Mirafiori να ντεραπάρει και τα λάστιχα να γράφουν στην άσφαλτο ένα ζιγκ ζαγκ στο σχήμα του Ζ. Το σκίτσο, με την επιτυχημένη αναφορά στην υπόθεση Λαμπράκη, έκανε τον γύρο του κόσμου. Και οι εκδότες ξύπνησαν από τον λήθαργό τους εκλιπαρώντας με, με τέλεξ και τηλεγραφήματα, για το Ράμπο Νο 2. Μπορούσα να εκμεταλλευτώ την περίσταση, να γεμίσω τις τσέπες μου λεφτά και να τους δώσω μια πατάτα στο πιάτο, με σάλτσα Μπάλτσα. Δεν το έκανα. Τους αρνήθηκα κατηγορηματικά. Ήμουν πολύ κοντά στον Αλέκο, για να τον δω σαν θέμα βιβλίου. Τον Λαμπράκη ποτέ δεν τον είχα γνωρίσει. Τους ανθρώπους σου, που αγαπάς, δεν τους σκέφτεσαι σαν κείμενο. Το κείμενο είναι πάντα μια προδοσία» είχε αποκαλύψει ο συγγραφέας.
Δεκαετίες αργότερα το «Ζ» θα παρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο αλλά και από την Εθνική Λυρική Σκηνή υπό την μορφή όπερα, επιβεβαιώνοντας την διαχρονική αξία του.
Η συνολική συγγραφική δραστηριότητα του πολυγραφότατου Βασίλη Βασιλικού ξεπερνά τα 120 έργα, μεταξύ των οποίων πεζά, ποιήματα αλλά και θεατρικά έργα. Οι τίτλοι των βιβλίων του πολλοί: «Θύματα Ειρήνης», η τριλογία «Το Φύλλο», «Το Πηγάδι» και «Τ’ Αγγέλιασμα», «Γλαύκος Θρασάκης» – ο ίδιος το θεωρούσε ως το πιο σπουδαίο μυθιστόρημά του – «Ο Μονάρχης», «Το τελευταίο αντίο», «Τα καμάκια»…
Πέρα από τα βιβλία του όμως, που επιδέχονται πολλαπλών αναγνώσεων, καθώς κάθε φορά αποκαλύπτονται νέα μυστικά, θα μείνει έντονα χαραγμένος στη μνήμη ο αιχμηρός, παρεμβατικός πολιτικός λόγος του κι εκείνη η χαρακτηριστική εικόνα του να περπατά στους δρόμους της Αθήνας, αγέρωχος, με το λευκό καπέλο του και την πίπα στο στόμα, παρατυπώνοντας, διερευνητικά, και καταγράφοντας τα καίρια, φανερά ή κρυφά, σημεία των καιρών.
Όπως εξάλλου γράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του «μόνο μια τέχνη, ένα επάγγελμα δεν μπορεί να ξεφύγει του καημού του: το συγγραφικό. Διότι σε αυτό αναπαράγεται η ζωή, κι έτσι λησμονιά εύκολα δεν υπάρχει…»