Συνδυάζοντας τη μουσική ιδιοφυΐα του με τους υπέροχους στίχους του Νίκου Γκάτσου, ο Ξαρχάκος έχτισε ένα εντυπωσιακό μουσικό οικοδόμημα, αναδημιουργώντας το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής και ενσωματώνοντας ιδανικά το ρεμπέτικο στη νεοελληνική κουλτούρα ως ένα από από τα πλέον πολύτιμα υλικά της ελληνικής ταυτότητας. Μέσα από τα συγκλονιστικά τραγούδια του, μεταξύ των οποίων τα «Μάνα μου Ελλάς», «Στου Θωμά», «Καίγομαι, καίγομαι», «Το δίχτυ», «Τα παιδιά της άμυνας», «Μπουρνοβαλιά», «Το πρακτορείο», αλλά και τα μελωδικά ορχηστρικά του που ερμήνευσαν εξαιρετικά η Σωτηρία Λεονάρδου, ο Νίκος Δημητράτος, ο Τάκης Μπίνης και ο Κώστας Τσίγκος και απέδωσε αριστοτεχνικά μια ομάδα αξιόλογων μουσικών, μας χάρισε μια από τις σπουδαιότερες -ίσως την κορυφαία- μουσική δημιουργία της Μεταπολίτευσης.
Αυτό το μουσικό θαύμα, που μέχρι πριν λίγους μήνες δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ ζωντανά, στο σύνολό του. Το καλοκαίρι, για δύο βραδιές, μάγεψε το κοινό του Ηρωδείου και θα αναβιώσει ξανά, 40 ολόκληρα χρόνια μετά τη δημιουργία του, μέσα από τις δύο συναυλίες που θα δώσει ο Σταύρος Ξαρχάκος στις 17 και 18 Ιανουαρίου, στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Στο «περιβόλι του ουρανού»
Τα θαύματα όμως δεν γίνονται τυχαία. Πάντα κρύβουν πίσω τους μεγάλη δύναμη, βαθιά πίστη, πολλή αγάπη αλλά και ταλέντο και σκληρή δουλειά και απόλυτη προσήλωση. Κάπως έτσι γεννήθηκε και το «Ρεμπέτικο» του Σταύρου Ξαρχάκου, ως ένα φιλόδοξο και εξαιρετικά δύσκολο καλλιτεχνικό όραμα που έγινε πραγματικότητα χάρη στην επιμονή του δημιουργού του να αγγίξει το τελειότητα. Ο κορυφαίος συνθέτης αποκαλύπτει σήμερα στο «ΘΕΜΑ» κάποια από τα μυστικά της επιτυχίας του «Ρεμπέτικου» και διηγείται άγνωστες ιστορίες που εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του.
Σημαντικότατο ρόλο στο άρτιο καλλιτεχνικό θεωρεί ότι έπαιξε ο χώρος όπου έγιναν οι ηχογραφήσεις: «Επέλεξα να γίνει η ηχογράφηση του δίσκου “Ρεμπέτικο” όχι σε κάποιο στούντιο, αλλά σε έναν χώρο ο οποίος θα μπορούσε να είναι νυχτερινό μαγαζί – όχι βέβαια κάποιο σκυλάδικο της εποχής εκείνης, αλλά ένα μαγαζί που είχε μια ιστορία σε ό,τι αφορά το λαϊκό τραγούδι. Και αυτό ήταν το “Περιβόλι τ’ Ουρανού”», σημειώνει ο ίδιος και εξηγεί αμέσως μετά: «Δεν ήθελα το στούντιο γιατί δεν θα μπορούσα εκεί να διαμορφώσω τον χαρακτήρα του ήχου και της μουσικής όπως τα ήθελα εγώ. Θα ήταν όλοι στημένοι σε κάποια μικρόφωνα, με αποστάσεις μεταξύ τους, με τη στουντιακή κονσόλα, τον τόσο “καθαρό” ήχο. Κι έτσι και αυτή η ηχογράφηση θα ήταν σαν όλες τις στουντιακές ηχογραφήσεις, δηλαδή μια κονσέρβα, όπως λέμε.
Ενώ στο “Περιβόλι τ’ Ουρανούˮ μπορούσα να μαζέψω τους μουσικούς και τους τραγουδιστές σαν μια ομάδα, ακριβώς όπως έκανα και στις δύο συναυλίες στο Ηρώδειο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Το συγκεκριμένο έργο, το “Ρεμπέτικο”, δεν ηχογραφείται αλλιώς, παρά μόνο εκεί όπου ο ήχος έχει αυτό που στην ηχογράφηση λέμε “χώρο” . Δηλαδή, έτσι όπως τραγουδούσαν παλιά.
Δεν ήθελα ο καθένας να έχει μια θέση και απόσταση από τον άλλον μέσα στο στούντιο. Οχι. Ηθελα να είναι όλοι μαζί, σαν να είναι σ’ έναν τεκέ και να τραγο”υδάνε. Ολοι μαζί. Ετσι, λοιπόν, πήγαμε στο “Περιβόλι τ’ Ουρανού”, οι ηχολήπτες έφεραν μ’ ένα βαν τον εξοπλισμό και μια μέρα αρχίσαμε την ηχογράφηση».
Αμανές 5 λεπτών
Οπως μας αποκαλύπτει ο Σταύρος Ξαρχάκος, χρειάστηκαν αρκετές μέρες και πάρα πολλές ώρες σκληρής δουλειάς μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα και να ολοκληρωθούν οι ηχογραφήσεις: «Η ηχογράφηση δεν κράτησε μια-δυο μέρες, αλλά μια εβδομάδα. Δηλαδή πηγαίναμε στις 11 το πρωί και φεύγαμε γύρω στις 6-7 το βράδυ».
Ανάμεσα στα τραγούδια του δίσκου, όμως, υπήρχε ένα, το εμβληματικό «Μάνα μου Ελλάς», που οδήγησε τον ερμηνευτή του στα όρια της κατάρρευσης. Η διήγηση του Σταύρου Ξαρχάκου σχετικά με το τι μεσολάβησε μέχρι να ολοκληρωθεί η ηχογράφηση αυτού του κομματιού είναι ιδιαίτερα γλαφυρή: «Αρχίσαμε στις 11 το πρωί. Ο Νίκος Δημητράτος συγκέντρωνε αυτά τα πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά: ήταν ψάλτης και πάρα πολύ καλός τραγουδιστής και ηθοποιός. Είχε όλα τα εχέγγυα για να βασιστεί κανείς πάνω του ότι θα μπορούσε να ερμηνεύσει έναν τέτοιο αμανέ.
Διότι ο αμανές είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Δεν μπορείς να τον διδάξεις. Το “αμάν” που βγαίνει μέσα από την ψυχή του ανθρώπου είναι κάτι τελείως προσωπικό, δικό του. Λέει κάτι για τον ίδιο. Διότι μιλάμε για το αμάν της ψυχής, της καρδιάς, αλλά και ενός ξεριζωμένου λαού στην περίπτωση αυτή, το αμάν ενός ανθρώπου που ξέρει τη ζωή και τον θάνατο. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να προκαλέσει μεγάλη συγκίνηση, να αγγίξει αυτόν που αφορά αυτό το αμάν, να τον πειράξει.
Αρχίσαμε λοιπόν στις 11. Αυτός ο αμανές είχε μια διάρκεια γύρω στα 5 λεπτά. Είχε φτάσει η ώρα 2 ή 3 και δεν είχα βρει ακόμα το “αμάνˮ που ήθελα. Μ’ έναν Δημητράτο ο οποίος προσπαθούσε, πραγματικά προσπαθούσε, αλλά δεν έβγαινε αυτό το αποτέλεσμα που ήθελα εγώ. Γύρω στις 5 θυμάμαι ότι πια δεν μπορεί να τραγουδήσει άλλο και μου λέει: “Σταύρο, δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω άλλο, δεν το αντέχω αυτό το πράμαˮ. Του λέω: “Τι δεν αντέχεις;ˮ. “Δεν αντέχω τον αμανέ αυτόνˮ. “Γι’ αυτό πες τον, του λέω. Και πραγματικά -το λέω και ανατριχιάζω- αμέσως μετά είπε τον αμανέ! Την ώρα που τελείωσε, τον είδαμε να σωριάζεται στην καρέκλα του. Πονούσε φριχτά. Ηρθε το ΕΚΑΒ και τον πήρε με διάτρηση στομάχου…».
Η ταινία
Είναι προφανές ότι το «Ρεμπέτικο» δεν θα ήταν το αριστούργημα που είναι χωρίς τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Και φυσικά το κορυφαίο μουσικό αυτό επίτευγμα πορεύτηκε πλάι-πλάι με το δυνατό σενάριο που συνυπέγραψαν ο Κώστας Φέρρης και η Σωτηρία Λεονάρδου, η οποία ξεδίπλωσε παράλληλα στην ταινία τόσο τις ερμηνευτικές όσο και τις υποκριτικές της δυνατότητες -παίζουν επίσης ο Νίκος Καλογερόπουλος, η Θέμις Μπαζάκα, ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο Μιχάλης Μανιάτης, η Βίκυ Βανίτα κ.ά.-, αλλά και με μια εξαιρετική σκηνοθετική προσέγγιση στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάζεται γλαφυρά η Ιστορία της Ελλάδας από το 1920 έως το 1960. Επί της ουσίας, ο Φέρρης επιχείρησε να διασώσει τη μνήμη του ρεμπέτικου τραγουδιού ως μέρος μιας κοινωνίας που άλλαζε μέσα από έντονες πολιτικές εξελίξεις.
Η ταινία διηγείται την ιστορία της ρεμπέτισσας Μαρίκας. Η Αντριάννα, η γυναίκα του ρεμπέτη τραγουδιστή Παναγή, θα φέρει στον κόσμο τη μικρή Μαρίκα στο πίσω δωμάτιο ενός καφενείου. Με την Καταστροφή του 1922, μετακομίζει στην Αθήνα με τους γονείς της. Η σχέση τους δεν είναι καλή και σε έναν από τους καβγάδες τους ο Παναγής θα σκοτώσει κατά λάθος την Αντριάννα. Επειτα από χρόνια, η Μαρίκα θα το σκάσει με τον περιπλανώμενο μάγο Χουάν και θα κάνει μαζί του ένα παιδί. Ο Χουάν, όμως, βλέποντας ότι η δουλειά του δεν έχει πέραση, αποφασίζει να φύγει από την Ελλάδα για την Αμερική. Η Μαρίκα θα γυρίσει στην παλιά της γειτονιά, όπου θα αρχίσει να τραγουδάει στο γνωστό ρεμπετάδικο του Θωμά, μαζί με τον παιδικό της φίλο και βιολιτζή Γιωργάκη και το αστέρι του μπουζουκιού Μπάμπη.
Τα χρόνια είναι δύσκολα, από τον Μεσοπόλεμο στην Κατοχή, μέχρι την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο, αλλά η μαθημένη στα δύσκολα και πεισματάρα Μαρίκα θα καταφέρει να γίνει η μεγαλύτερη ντίβα του ρεμπέτικου τραγουδιού, με επιστέγασμα της καριέρας της το ταξίδι στο Σικάγο. Η ιστορία τελειώνει με την επιστροφή της στην Αθήνα και τον τραγικό και μοναχικό θάνατό της το 1955.
Πολλοί θεώρησαν, λόγω του ονόματος της βασικής ηρωίδας αλλά και της ιδιότητάς της ως τραγουδίστριας, ότι πρόκειται για μια ταινία σχετικά με τη ζωή της σπουδαίας Μαρίκας Νίνου. Αυτό όμως δεν ισχύει. Ο Κώστας Φέρρης σχεδίαζε ήδη από το 1958 να κάνει μια ταινία για τη σχέση της Νίνου με τον Τσιτσάνη, η οποία να φέρνει παράλληλα την Ιστορία σε πρώτο πλάνο. Επειδή όμως στο μεταξύ ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε τον «Θίασο» που είχε παρόμοια θεματική, ο Φέρρης άλλαξε προσανατολισμό. Τοποθέτησε την πλοκή της ταινίας του σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο και δεν τη συνέδεσε, τουλάχιστον όχι άμεσα, με υπαρκτά πρόσωπα.
Ο ίδιος πάντως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά στο βιβλίο που έγραψε για την ταινία: «Δεν έχει σημασία αν η Μαρίκα του “Ρεμπέτικου” είναι και δεν είναι η Μαρίκα Νίνου ή αν η Ρόζα είναι και δεν είναι η Ρόζα Εσκενάζυ ή αν ο Μπάμπης είναι και δεν είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μάζεψα τις μνήμες μου από τις διηγήσεις που άκουσα και τις ιστορίες που διάβασα, τα κόλλησα με τις πλευρές που ταίριαζαν και έγραψα το παραμύθι του ρεμπέτικου».
Ειδήσεις σήμερα:
Περίπου 120.000 οι χρήστες κοκαΐνης στην Αττική όπως φάνηκε στα λύματα, λέει ο καθηγητής Θωμαΐδης
Αντίστροφη μέτρηση για τις χειμερινές εκπτώσεις – Ανοικτά τα εμπορικά τις Κυριακές 14 και 21 Ιανουαρίου
Λιμενικός στη Σύρο έσωσε άνδρα με skateboard που ετοιμαζόταν να πεταχτεί στον καταπέλτη
Αναστασία Κουκά