Εκτός από τη γλώσσα, που έμαθε παίρνοντας εντατικά μαθήματα, η Χίσλοπ μιλάει με πάθος και αγάπη για την Ελλάδα που, όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά σε μια κριτική, «ξεχειλίζει μέσα από κάθε της λέξη». Ειδικά το νέο της ογκώδες -σχεδόν 600 σελίδων- βιβλίο «Το ειδώλιο» (εκδόσεις Ψυχογιός) διατρέχει κυριολεκτικά όλο το φάσμα της Ελληνικής Ιστορίας, αφού ξεκινάει από τις ημέρες του στρατιωτικού πραξικοπήματος του ’67 για να περάσει στη συνέχεια στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Παράλληλα, μέσα από τα μάτια της ηρωίδας της, της Χέλενα, η οποία δείχνει μια ιδιαίτερη αγάπη για την Αρχαιολογία, η Χίσλοπ μας γυρίζει χιλιάδες χρόνια πίσω, στην Εποχή του Χαλκού, όπου περιγράφοντας τα ειδώλια μας εξηγεί πώς ο αρχαίος κόσμος επηρέασε όλη τη μοντέρνα, σύγχρονη τέχνη.
Επιπλέον, μέσα από την ιστορία του πρώην στρατιωτικού, μέλους της ομάδας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, ο οποίος στο βιβλίο εμπλέκεται σε ιστορία αρχαιοκαπηλίας, μαθαίνουμε ακριβώς πώς κινείται αυτό το τεράστιο δίκτυο που νέμεται τους πολύτιμους θησαυρούς.
Η αποφασιστικότητα, μάλιστα, της ηρωίδας της, όπως τελικά και της ίδιας της συγγραφέως, για το τι ακριβώς συνέβη και πώς ο στρατιωτικός συγκέντρωσε έναν αρχαιολογικό θησαυρό τη φέρνει σε μια ανασκαφή σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί αλλά και στο πεδίο του έρωτα. Η πορεία, ωστόσο, δεν είναι εύκολη, αφού το ζήτημα των τραυμάτων και της προδοσίας έρχεται συχνά σε πρώτο πλάνο, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
«Η Ελλάδα ξέρει πώς να ξεπερνά τα τραύματά της»
«Είναι αλήθεια ότι το δράμα είναι κυρίαρχο στοιχείο στην Ελλάδα κι αυτό σίγουρα έχει να κάνει με τα τραύματα της συλλογικής ιστορίας», σχολιάζει σχετικά η Χίσλοπ καθισμένη αναπαυτικά δίπλα μου στους καναπέδες του εστιατορίου-καφέ «Athenee» -που τα παλιότερα χρόνια λειτουργούσε ως «Zonar’s»-, σημείο συνάντησης της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο. «Κάθε σημείο και πτυχή της γραμμής της Ιστορίας στην Ελλάδα, αν το αγγίξεις πονάει», τονίζει χαρακτηριστικά, αλλά «η χώρα έχει προ πολλού αποδείξει ότι μπορεί και τα αφήνει εύκολα πίσω και τα ξεπερνά».
Πιστεύοντας στην έννοια του κληρονομημένου συλλογικού δράματος, η πολιτογραφημένη πλέον Ελληνίδα συγγραφέας υποστηρίζει πως κάθε γενιά κληρονομεί τα τραύματα της προηγούμενης, καθώς η χώρα μας μαστίζεται διαρκώς από εμφύλιες συγκρούσεις και τραγικά πολιτικά συμβάντα. «Μην πάτε πολύ μακριά, σκεφτείτε μόνο το 2015. Ηταν κάτι τραγικό αυτό που συνέβη τότε, εκείνο το καλοκαίρι που έκλεισαν οι τράπεζες.
Θυμάμαι να προσγειώνομαι εσπευσμένα στην Αθήνα, έπειτα από έναν γάμο στο Λονδίνο, και ερχόμενη να αντικρίζω πανικόβλητο κόσμο να περιμένει σε ουρές στα μηχανήματα ανάληψης. Δεδομένου ότι ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε αυτούς που τους είχαν μπλοκάρει τους λογαριασμούς, έχω ακόμα ζωντανό μέσα μου αυτό το αίσθημα της ανασφάλειας και του φόβου.
Είναι πραγματικά τρομακτικό το να μην έχεις καθόλου χρήματα. Κι ενώ τότε προσπαθούσα με κάθε τρόπο να εξηγήσω στους γνωστούς μου στην Αγγλία τι συνέβαινε, κοιτάξτε τώρα που συμβαίνει ακριβώς το ανάποδο: είναι οι Ελληνες φίλοι μου που με ρωτάνε τι γίνεται στην Αγγλία, όπου δεν λειτουργεί σχεδόν τίποτα και η κυβέρνηση βρίσκεται κυριολεκτικά σε αποδρομή.
Με άλλα λόγια, τα πράγματα έχουν αλλάξει εντελώς σε αντίθετη κατεύθυνση, προς όφελος πάντα της Ελλάδας, που δείχνει ότι ξεπερνά τα τραύματά της με χαρακτηριστική άνεση. Εκεί λοιπόν που εφηύραμε τη λέξη “Grexit” για να μιλήσουμε για την επικείμενο έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, τώρα μιλάμε για το “Brexit”. Αλλά πού αλλού κατάφεραν να ξεπεράσουν φτώχεια, έναν Β’ Παγκόσμιο, μετά έναν Εμφύλιο και μια χούντα; Σε αντίθεση με την Αγγλία, όπου ο τελευταίος εμφύλιος έλαβε χώρα αιώνες, στην Ελλάδα τα σημάδια του Εμφυλίου δεν ήταν μακρινά».
Οσον αφορά, πάντως, την πρόσφατη περίοδο της οικονομικής κρίσης και του πολυσυζητημένου τότε Grexit, η ίδια ήταν από τους λίγους που μας υποστήριξαν, εκφράζοντας δημόσια στους ακραία δύσπιστους τότε Βρετανούς ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει. «Δεν είναι ότι είμαι άγγελος ή καλός άνθρωπος», απαντά στο σχόλιό μου για το πόσο ευγνώμονες είμαστε για την τότε στάση της. «Απλώς θέλω να βοηθάω τους φίλους μου όταν έχουν ανάγκη. Και οι Ελληνες είναι ουσιαστικοί και πραγματικοί μου φίλοι», καταλήγει.
Η κιτς ελληνική εικόνα της χούντας
Απόδειξη ότι δεν υπάρχει πτυχή της Ελληνικής Ιστορίας που να μην έχει μελετήσει: αν στο προηγούμενο βιβλίο της μιλούσε για το ευαίσθητο θέμα του Εμφυλίου, στο άρτι εκδοθέν «Το ειδώλιο» περιγράφει με γλαφυρότητα άλλες τραυματικές στιγμές της Ιστορίας μας, όπως η χούντα των συνταγματαρχών. Τυγχάνει, μάλιστα, η πρωταγωνίστριά της, η Ελληνοσκοτσέζα Χέλενα, να κληρονομεί το διαμέρισμα του παππού της, παλιού συνταγματάρχη της χούντας, με τον οποίο έτυχε να έχει άσχημες εμπειρίες στο παρελθόν όταν ερχόταν στην Ελλάδα την περίοδο του καλοκαιριού για να μάθει τη γλώσσα.
Σε αντίθεση με την αξιαγάπητη γιαγιά της και την οικονόμο του σπιτιού, που την έμαθαν να αγαπά τη χώρα, ο παππούς περιγράφεται ως ένας αγριάνθρωπος που, εκτός από μίσος για τους αντιφρονούντες, δείχνει να έχει αναπτύξει και παράνομες δραστηριότητες αρχαιοκαπηλίας. «Ισως να είναι αυτές οι δυο Ελλάδες που εναλλάσσονται στο μυαλό μου όταν μιλάω για εκείνη τη μαύρη περίοδο: η μινιμαλιστική, όμορφη Ελλάδα που φανερώνουν οι ταινίες του Κούνδουρου και αυτά τα αγαπημένα μου κυκλαδικά ειδώλια και αυτή η κακόγουστη, υπερτροφική Ελλάδα της χούντας», σχολιάζει σχετικά η Χίσλοπ.
Μου αναφέρει χαρακτηριστικά το σοκ που είχε πάθει όταν έβλεπε τα διάφορα ντοκιμαντέρ με τις γιορτές των συνταγματαρχών ή την ταινία «Επιχείρηση Απόλλων» που δείχνει όλη αυτή την ψεύτικη εικόνα μιας δήθεν χαρούμενης χώρας. «Ηταν σχεδόν αδιανόητη η παραποίηση της πραγματικότητας. Την εποχή της κατάλυσης της Δημοκρατίας να εμφανίζεται μια Ελλάδα που υποτίθεται ευημερεί», επισημαίνει με θυμό.
Οπως γράφει χαρακτηριστικά στον πρόλογο στην ελληνική έκδοση του βιβλίου, που μόλις μεταφράστηκε από τα αγγλικά: «Το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στη διάρκεια της Χούντας (1967-1974), μια περίοδο που πάντα ήθελα να επισκεφθώ με τη φαντασία μου και να εξετάσω τι κρύβει.
Φαίνεται πως ήταν μια περίοδος κατά την οποία εκείνοι που είχαν την εξουσία την ασκούσαν πολύ συχνά σε βάρος του λαού. Η δημοκρατία, η ελευθερία των πολιτικών πεποιθήσεων, του λόγου και του Τύπου, πράγματα τόσο πολύτιμα στην Ελλάδα, είχαν καταλυθεί. Οι διαφωνούντες στέλνονταν και πάλι σε νησια-φυλακές ή στην εξορία, όπως είχε συμβεί και στη διάρκεια του Εμφυλίου και στη μετεμφυλιακή περίοδο.
Ολα αυτά παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια της μικρής Χέλενα -8 ετών στο ξεκίνημα της ιστορίας μας- η οποία είναι μισή Ελληνίδα και μισή Σκοτσέζα. Η Χέλενα μαθαίνει μέσα από τις δικές της παρατηρήσεις και αφελείς ερωτήσεις, θέλοντας να ανακαλύψει τι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Σταδιακά, όσο μεγαλώνει, καταλαβαίνει περισσότερα για τα εγκλήματα που διέπραξε ο παππούς της και αισθάνεται την ανάγκη να επανορθώσει με κάποιον τρόπο».
Και πάλι όμως υποστηρίζει ότι την ενδιαφέρουν πάντα οι διαφορετικές όψεις της Ιστορίας, καθώς ξέρει ότι στον Εμφύλιο έγιναν εγκλήματα και από τις δυο πλευρές και ότι «τα πράγματα στην Ελλάδα έχουν μια πολυπλοκότητα που δύσκολα αντιλαμβάνονται οι άλλοι λαοί-ειδικά στη Βρετανία».
Η αγάπη της για τα κυκλαδικά ειδώλια
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την πολυπλοκότητα τη διαθέτει η Χέλενα, η οποία έχει ελληνικό ταμπεραμέντο, αλλά βρετανική εγκράτεια. Είναι φαινομενικά αυστηρή αλλά γεμάτη τραύματα, με ένα εντυπωσιακό παρουσιαστικό που δεν μαρτυρά καθόλου τις βαθιές ανασφάλειές της. «Είναι φυσικό, όμως, να έχει ανασφάλειες γιατί στην Αγγλία όπου μεγάλωσε το να είσαι κοκκινομάλλα με σγουρά μαλλιά μοιάζει κάτι εξωπραγματικό και όχι με την καλή έννοια», μου εξηγεί η Χίσλοπ. «Στο σχολείο είναι σίγουρο ότι οι συμμαθητές της θα την κορόιδευαν για το παρουσιαστικό της. Δεν έχει, επομένως, σημασία αν μεγαλώνοντας έγινε όμορφη και εντυπωσιακή. Το bullying που προφανώς δέχθηκε είχε αφήσει ανεξίτηλα τραύματα».
Βέβαια, συμφωνεί όταν της λέω ότι η περιγραφή της Χέλενα ως ενός κοριτσιού προραφαηλητικής ομορφιάς, εντυπωσιακά ψηλόλιγνης φέρνει στον νου τις γυναίκες των κυκλαδικών ειδωλίων, απ’ όπου και ο τίτλος. «Ναι, συμφωνώ απόλυτα και σας ευχαριστώ γι’ αυτή την ανάγνωση γιατί έτσι την είχα κι εγώ στο μυαλό μου. Είναι εμφανές ότι διαθέτει μια αυστηρότητα αλλά και με μια ευαισθησία, όπως τα κυκλαδικά ειδώλια.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ενώ είναι αγάλματα από την Εποχή του Χαλκού μοιάζουν απόλυτα μοντέρνα. Εχουν σχεδόν απόκοσμη ομορφιά και δεν είναι τυχαίο ότι επηρέασαν κορυφαίους καλλιτέχνες όπως τον Πικάσο και τον Μοντιλιάνι, οι οποίοι δημιούργησαν έργα που τους έμοιαζαν πολύ στην απλότητα της τεχνοτροπίας τους.
Ηταν, άλλωστε, αυτά που συνέβαλαν στη διαμόρφωση του κινήματος του μοντερνισμού». Μου εξομολογείται, μάλιστα, ότι ένα τέτοιο στολίζει το γραφείο της: «Εννοείται ότι δεν είναι γνήσιο αλλά αντίγραφο από ένα τουριστικό μαγαζί. Είμαι μανιακή με αυτά».
Hταν τέτοια η αγάπη της για τα κυκλαδικά ειδώλια ώστε αγόρασε αρκετά από ένα εργαστήριο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι της στην Κρήτη και άρχισε να τα σπάει ακολουθώντας με ακρίβεια τα αρχαία τελετουργικά, αφού είναι γνωστό ότι συνόδευαν τις ταφικές σπονδές και τους νεκρούς καθώς σπάζονταν και θάβονταν μαζί τους. «Δεν είναι τυχαίο ότι την αξία τους την ήξεραν καλά οι αρχαιοκάπηλοι που έκαναν σαν τρελοί για να τα βρουν.
Πολλές φορές μάλιστα έφτιαχναν και αντίγραφα σπάζοντας τα και ανακατεύοντας τα με μακαρόνια για να φαίνονται γνήσια!» επισημαίνει η Χίσλοπ, τονίζοντας ότι ένα τέτοιο γλυπτό, αγνώστου προφανώς προέλευσης, πουλήθηκε σε οίκο δημοπρασιών της Νέας Υόρκης για 16 εκατ. δολάρια!
Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί η λαθραία διακίνησή του, γι’ αυτό και η ίδια θεωρεί ότι «η κλοπή πολιτιστικών θησαυρών και η παραποίηση της προέλευσής τους -πώς και πότε αποκτήθηκαν- περιορίζουν τη δυνατότητά μας να κατανοήσουμε τον πολιτισμό. Κάθε αντικείμενο που αφαιρείται παράνομα φτωχοποιεί τη χώρα που υφίσταται την παρανομία, ενώ συχνά συνδέεται με ευρύτερες εγκληματικές δραστηριότητες», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου -κι αυτό είναι που μας φέρνει στο αγαπημένο μας και αγαπημένο της, όπως τονίζει χαρακτηριστικά- θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα.
«Ο Ελγιν κατέστρεψε και έκλεψε τα Γλυπτά»
Μιλώντας για το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, δεν μπορώ να μην της σχολιάσω την άγνωστη, στους πολλούς, ιστορία που αναφέρει σχετικά με τον Ελγιν, ο οποίος δεν έκλεψε τους θησαυρούς από τον Ιερό Βράχο για να τους παραδώσει στη βρετανική κυβέρνηση, αλλά για να διακοσμήσει με αυτούς το εξοχικό του στη Σκοτία. Τα υπέρογκα, όμως, χρέη του διαζυγίου του τον εξανάγκασαν να τα πουλήσει στη βρετανική κυβέρνηση αντί 35.000 λιρών. «Το θέμα είναι ότι τα Γλυπτά αποκτήθηκαν παράνομα αφού αποτελούν προϊόν κλοπής.
Ηταν στο πλαίσιο της λογικής που είχαν οι αριστοκράτες της εποχής, οι οποίοι μαζί με τους τίτλους, τα χρήματα και τα δικαιώματα κληρονομούσαν και την αίσθηση ότι τους ανήκαν τα πάντα. Ο Ελγιν δεν έγινε διπλωμάτης με την αξία του, αλλά λόγω θέσης, την οποία είχε κληρονομήσει από την οικογένειά του μαζί με τα προνόμια. Ακόμα και το φιρμάνι που υποτίθεται επικαλείται δεν ήταν πραγματικό: όσο περισσότερο, μάλιστα, διάβαζα σχετικά τόσο αντιλαμβανόμουν το μέγεθος της κλοπής και της καταστροφής. Και η αλήθεια είναι ότι πλέον με εξοργίζει η παραποίηση της Ιστορίας στην Αγγλία που μιλάει για “εγκεκριμένη απομάκρυνση”.
Το μόνο καλό είναι ότι η κοινή γνώμη στη Βρετανία δείχνει ότι πλέον είναι περισσότερο ενημερωμένη σε σχέση με το παρελθόν, αφού είναι σε μεγάλο ποσοστό πεπεισμένη ότι τα Γλυπτά πρέπει να επιστραφούν εκεί που ανήκουν».
Η ίδια θεωρεί, μάλιστα, ότι το πρόσφατο περιστατικό με την άρνηση του Ρίσι Σούνακ να δει τον Ελληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη «μόνο καλό έκανε στη χώρα, αφού δεν θα μπορούσε να υπάρξουν καλύτερες δημόσιες σχέσεις για την ελληνική κυβέρνηση. Ο Σούνακ έδωσε την αφορμή ώστε να ασχοληθούν άπαντες με τα Γλυπτά και να ακουστούν οι καθαρές ελληνικές θέσεις. Για τρεις εβδομάδες το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα ήταν στην πρώτη γραμμή με μια σειρά από κείμενα που παρουσίαζαν τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. Αυτό ήταν βαριά ήττα για τον Σούνακ, πέρα από το ότι ξεφτιλίστηκε ο ίδιος μέσα στη Βουλή», υποστηρίζει με βεβαιότητα η Χίσλοπ.
Οσο για την ίδια, πιστεύει ότι ο χειρισμός του Βρετανού πρωθυπουργού στο όλο ζήτημα ήταν αδιανόητος από κάθε άποψη. «Μπορείς να χρησιμοποιήσεις άπειρα επίθετα για να τον περιγράψεις, όπως ανόητος, παιδαριώδης, αγενής, απαράδεκτος. Πραγματικά δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω».
Σχετικά με το επιχείρημα ότι ο ίδιος αρνήθηκε τη συνάντηση ύστερα από τη συνέντευξη του Ελληνα πρωθυπουργού στο BBC, η Χίσλοπ θεωρεί ότι «πρόκειται για ανοησίες. Πώς ήταν δυνατόν να μη συζητήσει ο Ελληνας πρωθυπουργός ένα τέτοιο ζήτημα και, ακόμα περισσότερο, πώς είναι δυνατόν να το παραλείψει και από την ατζέντα των θεμάτων; Δεν έχει καμία λογική». Βέβαια, η ίδια λέει ότι αυτός ο κακός χαμός έγινε τελικά για καλό αφού «εμείς που αγωνιζόμαστε για την επιστροφή των Γλυπτών καταφέραμε να ακουστούμε. Ειλικρινά ευχαριστούμε τον Σούνακ γι’ αυτό που έκανε».
Πρέσβειρα του αγώνα της επιστροφής
Ο αγώνας της Χίσλοπ για την επιστροφή των Γλυπτών δεν είναι μονοσήμαντος, ούτε βέβαια και η θέση της ως μέλους της Βρετανικής Επιστροφής για την Επανένωση των Μαρμάρων. «Λειτουργώ πραγματικά ως εκπρόσωπος μιας θεοκρατικού τύπου αποστολής με σκοπό να προσηλυτίζω νέους πιστούς», μου λέει αστειευόμενη σχετικά με το μεγάλο της πάθος με το θέμα. «Είμαι, όμως, πεπεισμένη ότι θα τα καταφέρουμε. Αρκεί να φροντίσουμε να γίνει γνωστή η αλήθεια αφού το δίκαιο είναι με το μέρος μας».
Μου αρέσει ότι χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό, τονίζοντας ότι νιώθει πολύ προνομιούχα που έχει πολιτογραφηθεί Ελληνίδα. «Είμαι Ευρωπαία και Ελληνίδα. Και νιώθω περήφανη γι’ αυτό. Ηταν κάτι που το ονειρευόμουν πάντα αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα συνέβαινε. Πλέον νιώθω μέρος αυτής της κοινότητας, όπως και της Ευρώπης. Αν, μάλιστα, ποτέ γίνει υποχρεωτική η στράτευση για τις γυναίκες, να ξέρετε ότι είμαι έτοιμη να στρατευτώ. Είμαι έτοιμη να κάνω ο,τι χρειαστεί για να προασπιστώ τα συμφέροντα της χώρας, ακόμα και να πάρω τα όπλα για χάρη της Ελλάδας!».