Η μεγάλη αυτή έκθεση έγινε πριν 2 χρόνια, ως μέρος ενός μεγαλύτερου πρότζεκτ υπό την αιγίδα πολλών θεσμικών νομικών προσώπων στις δύο χώρες, δίνοντας στην Ελλάδα τον τίτλο της τιμώμενης χώρας. Εγκαινίασε ένα νέο Μουσείο και παρουσίασε το έργο 34 Ελλήνων καλλιτεχνών, ιστορικών και νεότερων, μεταξύ των όποιων οι Ζογγολόπουλος, Τσόκλης, Αντωνάκος, Χρύσα, Σαμαράς, Στελαρκ, Αληθεινός, Στραπατσάκη Ναυρίδης, Βαρώτσος, Αγγελιδάκης, Δρίβας, Δασκαλάκης- Λεμός, Παπαμαργαρίτη, Φαιτάκης…
Η ίδια Ιστορικός Τέχνης, Μουσειολόγος, Επιμελήτρια εκθέσεων χρημάτισε εθνική επίτροπος στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1996, της Βενετίας το 2005 και το 2017. Την ίδια χρονιά παρουσίασε ένα μεγάλο μέρος της Συλλογής του ΕΜΣΤ στο εξωτερικό, όταν γινόταν οι εργασίες εξοπλισμού του μουσείου για να παρουσιαστεί η μόνιμη συλλογή του στην Αθήνα. Σημαντικότερος σταθμός σε αυτήν την εξωστρεφή κινητικότητα ήταν η παρουσίαση της υπό τον τίτλο ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ στο Fridericianum στο Κάσελ, στο πρόγραμμα της 14ηςDocumenta το 2017. Αυτό της έδωσε τον τίτλο ενός ικανού διαπραγματευτή για τα συμφέροντα του ΕΜΣΤ, του οποίου ήταν τότε η Γενική Διευθύντρια.
Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω. Σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών αρχικά, εργάστηκε στη συνέχεια για πολλά χρόνια στην Alpha Bank ως καλλιτεχνική σύμβουλος της Διοίκησης, επιμελήτρια της συλλογής έργων τέχνης και στο Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου ως Καλλιτεχνική Διευθύντρια. Παράλληλα συμμετείχε στην επιλογή έργων στο Αττικό Μετρό, εργάστηκε ως σύμβουλος πολιτισμού στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, εκπόνησε διδακτορική διατριβή, επιμελήθηκε σειρά αναδρομικών εκθέσεων στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και την υποδειγματική του πρόσφατα εκλιπόντος Λουκά Σαμαρά στην Εθνική Πινακοθήκη, το 2005. Με τακτική παρουσία και σε εκθέσεις εκτός Ελλάδος και διεθνή αναγνώριση και τιμητικές διακρίσεις, υπηρέτησε σε θέσεις διευθυντού και Πρόεδρου ΔΣ τα δύο μουσεία σύγχρονης τέχνης της χώρας (ΕΜΣΤ και ΚΜΣΤ), συνολικά για 10 χρόνια.
H K.Κοσκινά ζει από πολύ νέα από τη δουλειά της στην τέχνη και, όπως μπορεί να συνάγει κανείς από τη συζήτηση μαζί της, ζει για την τέχνη. «Δεν έκανα συμβατική οικογένεια, στερήθηκα αρκετά… Συχνά νιώθω σαν μια μηχανή. Μια προνομιούχα όμως μηχανή», λέει συστήνοντας επιγραμματικά τον εαυτό της. Μια ακούραστη και ακαταπόνητη μηχανή θα συμπλήρωνε κανείς, αφού η αεικίνητη επιμελήτρια έχει δει, έχει αναδείξει και έχει μεταχειριστεί τις τελευταίες δεκαετίες σχεδόν κάθε έκφανση της σύγχρονης τέχνης με πιο πρόσφατη τη συνεργασία της με το Δήμο της Αθήνας, όπου και επιμελήθηκε ένα πρόγραμμα τοιχογραφιών στο δημόσιο χώρο. Πρόσφατα, είδαμε να γίνεται viral το έργο του περίφημου εγχώριου street artist INO, Καρυάτιδα που Δακρύζει.
Όμως την κουβέντα μας δεν καθοδηγεί το παρόν αλλά και το παρελθόν της. Ενα ξαφνικό τηλεφώνημα που δέχεται από το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου, διακόπτει τη συζήτησή μας. Συγνώμη, καταλαβαίνετε… υπήρξε επί μακρόν, λέει η ίδια, το δεύτερο σπίτι μου.
GALA: Μπορεί η δουλειά να είναι το σπίτι για έναν άνθρωπο;
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΣΚΙΝΑ: Δουλεύω ανελλιπώς από τα 24 μου, με συνείδηση ότι κάνω αυτό που αγαπώ. Η δουλειά μου είναι και η διασκέδασή μου. Πώς να σας το πω; Μου αρέσει το να δουλεύω για τη τέχνη. Μπορώ να δουλέψω σαν χαμάλης – και το εννοώ. Μπορώ να σπάσω τη μέση μου, τα πόδια μου -σας λέω πράγματα που μου έχουν συμβεί όχι μία και δύο αλλά πολλές φορές-, αλλά δεν πτοούμαι. Τέτοια είναι η επιθυμία μου να συνεχίσω, που δεν με σταματάει τίποτα. Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Η δουλειά, συνδυασμένη, ει δυνατόν, με ταξίδι, καλό φαγητό, επίσκεψη σε μουσεία, εκθέσεις, θέατρο είναι απόλυτη ικανοποίηση και λόγος ζωής για μένα. Στο Ίδρυμα Κωστόπουλου, είχα όχι μόνο αυτά, αλλά και μια σχέση σεβασμού, εμπιστοσύνης, εκτίμησης και, τολμώ να πω, αγάπης. Αυτά είναι υλικά για να γίνει η δουλειά «σπίτι». Πίσω από ότι κάναμε υπήρχε ένας εγκέφαλος, ο Πρόεδρος, δηλαδή ο Γιάννης Κωστόπουλος, μια ψυχή, η αδελφή του, η Αννυ Κωστοπούλου, κι ένας «ταμένος», όπως λέμε στην Κέρκυρα, εγώ, πλαισιωμένη από λίγους, άξιους συνεργάτες.
G.: Κερκυραία λοιπόν.
Κ.Κ.: Είμαι 75% Κερκυραία και 25% Παξινιά.
G.: Προνομιούχα δηλαδή.
Κ.Κ.: Μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Όχι επειδή μεγάλωσα σε ένα όμορφο, πολυπολιτισμικό νησί. Προνομιούχα για τον τρόπο που μεγάλωσα.
G.: Πώς μεγαλώσατε;
Κ.Κ.: Μεγάλωσα σε έναν φυσικό παράδεισο. Με ωραίες παραστάσεις, φίλους, μνήμες και ταξίδια. Από μικρή είχα δει αρκετές, μικρές και μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης, όπως τη Ρώμη, τη Φλωρεντία, τη Σιένα, την Τουλούζη, τη Νίκαια, και χρωστάω πολλά στους γονείς μου γι’ αυτά τα καθοριστικά βιώματα. Όμως πουθενά δεν ένιωθα όπως κάθε φορά που επέστρεφα στην Κέρκυρα. Δε μου συνέβαινε το ίδιο όταν αργότερα, ούσα φοιτήτρια στο Παρίσι, επέστρεφα στην Αθήνα. Έλεγα στον εαυτό μου «είσαι καλά; γιατί ήρθες;» Εύλογο, γιατί η Αθήνα δεν ήταν όπως σήμερα και γιατί στο Παρίσι είχα δουλειά, σπίτι, περισσότερες επιλογές, περισσότερη άνεση…
G.: Αλήθεια, γιατί επιστρέψατε;
Κ.Κ.: Ξεκίνησα τυχαία μια συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών για δύο μήνες. Θα γίνονταν για πρώτη φορά ένα Διεθνές εικαστικό project στους Δελφούς. Μεγάλη εμπειρία. Μου ζήτησαν τότε να μείνω, αλλά γύρισα στο Παρίσι, φοβούμενη μήπως κολλήσω εδώ. Τότε δεν είχα σκοπό ούτε λόγο να επιστρέψω. Επέστρεψα όμως το επόμενο καλοκαίρι, αφού συνάντησα στο Παρίσι τον Περικλή Νεάρχου, Διευθυντή του Κέντρου, με τη Μελίνα Μερκούρη. Φάγαμε μαζί και μου πρότεινε να ξαναγυρίσω και να συνεχίσουμε τις Διεθνείς Εικαστικές Συναντήσεις. Τη δεύτερη φορά δεν ξανάφυγα.
G.: Μετανιώσατε ποτέ;
Κ.Κ.: Όχι. Μέχρι και το 2014 δεν είχα μετανιώσει.
G.: Τι συνέβη το 2014;
Κ.Κ.: Πήγα το Δεκέμβριο στο ΕΜΣΤ,.
G.: Τόσο δραματική εμπειρία;
Κ.Κ.: Ηταν η πιο σκληρή δοκιμασία της επαγγελματικής μου ζωής. Αυτό, δεν έχει σχέση με το ίδιο το ΕΜΣΤ και τους λίγους τότε εργαζόμενους εκεί. Αντιθέτως, είμαι πολύ υπερήφανη για ό,τι έκανα, κάναμε, εκεί. Τραυματικό γίνεται όταν βλέπεις να υπερισχύει το κομματικό πρόταγμα, που φέρνει μαζί του, προσβολές, λοιδορίες, αλλαγές που δεν στηρίζονται σε αξιοκρατία… Ας δούμε όμως καλύτερα αυτά που επιτύχαμε, κι ας μην εκτιμήθηκαν δεόντως. Ας δούμε τα δύο εκατομμύρια θεατές σ’ένα χρόνο μιας συλλογής που δεν είχε βγει ποτέ από τη χώρα ούτε παρουσιαστεί σε τέτοια έκταση, παρά τις σημαντικές εκθέσεις που έκανε η κ. Α. Καφέτση. Μετακομίσαμε το 2016 στο FIX, ουσιαστικά σ’ένα μικρό τμήμα ενός μη ολοκληρωμένου κτιρίου, που δεν είχε καν παραληφθεί προσωρινά, δεν μπορούσε να λειτουργήσει γιατί δεν ήταν δοκιμασμένο, ούτε εξοπλισμένο, παρά στα βασικά, δεν είχε κανονισμό λειτουργίας, χρήματα, προσωπικό και πολλά άλλα, ανεξάρτητα αν αρκετοί Υπουργοί ανακοίνωναν, επικείμενα εγκαίνια. Δούλευα σε φρενήρεις ρυθμούς. Αυτό που με πλήγωσε είναι ότι συνέβησαν στη ζωή μου τότε σημαντικά γεγονότα – και δεν αναφέρομαι σε επαγγελματικές προτάσεις που αγνόησα ή τη θητεία που δε μου δόθηκε από την Πολιτεία. Τραυματίστηκα σοβαρά αλλά συνέχισα να εργάζομαι. Έχασα δικούς μου ανθρώπους και δεν μπορούσα ούτε να πενθήσω, λόγω δουλειάς… Ας το αφήσουμε καλύτερα.
G.: Μιλάτε πολύ θερμά και δουλεύετε πολύ για την τέχνη. Αναρωτιέμαι πώς γεννήθηκε αυτό το ενδιαφέρον σας.
Κ.Κ.:Τι να σας πω;. Δεν ήμουν, ιδιαίτερα εκδηλωτικό παιδί, ούτε καλή μαθήτρια. Ήμουν μέτρια. Το πιο ντροπαλό, αθόρυβο και ιδανικό θα έλεγα -με σημερινούς όρους- παιδί για γονείς. Αλλά ήμουν συνεπής στις υποχρεώσεις μου και πολύ παρατηρητική. Αν πρέπει να αποδώσουμε το ενδιαφέρον για την τέχνη κάπου, τότε είναι στο περιβάλλον μου στην Κέρκυρα -εννοώ την πολυπολιτισμική φυσιογνωμία της-, στους καλλιεργημένους ανθρώπους που συναναστράφηκα και στα πολλά ταξίδια που έκανα. Μαζί με τα μάτια ανοίγει και το μυαλό. Μετά ήρθε η σκληρή δουλειά και η λάντζα. Αυτό το κατάλαβα πια όταν μπήκα στον χώρο της τέχνης.
G.: Λέτε «λάντζα». Έχουμε στο μυαλό μας τους επιμελητές τέχνης ως ένα ευγενές επάγγελμα.
Κ.Κ.: Αλήθεια; Τα κορίτσια καλής οικογένειας με το πιάνο, τα γαλλικά και την τέχνη; (γελάει) Όχι, δεν είναι έτσι. Η τέχνη έχει λάντζα, σκόνη, αγώνα, βρομιά, κυριολεκτικά αλλά και ενίοτε, μεταφορικά. Είναι στίβος, με τρικλοποδιές, κακοήθεια, εύνοιες, συμφέροντα. Ισχύει ό τι σε όλα τα επαγγέλματα.
Μια έκθεση έχει πολλά στάδια. Από το να σκεφτείς, να σου προτείνουν ή να προκύψει το θέμα, να βρεις τον τόπο, τον χώρο, τη χρηματοδότηση, μέχρι την έρευνα και το στήσιμό της. Είμαι παθιασμένη με αυτό, σε βαθμό επαγγελματικής διαστροφής. Πολλές φορές μπαίνω σε μουσεία και αντί τα έργα, παρατηρήσω πώς τα τοποθετούν στον χώρο ή τα φωτίζουν.
G.: Τι πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης για να σας συγκινήσει; Τι ψάχνετε;
Κ.Κ.: Η μεγάλη συγκίνηση δεν είναι όταν ψάχνεις ένα έργο αλλά κυρίως όταν πέφτεις τυχαία πάνω του και σε ταρακουνάει. Δε χρειάζεται να είναι το πιο γνωστό, επαναστατικό ή σύγχρονο. Μπορεί να μην είναι AI (Τεχνητή Νοημοσύνη), αλλά ένα κομμάτι σίδερο.
G.: Αν είχατε χρήματα να επενδύσετε στην τέχνη…
Κ.Κ.: Συγνώμη που σας διακόπτω. Καταλαβαίνω ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να πουλάει για να ζήσει και το υποστηρίζω, όμως ανήκω σε ένα παρωχημένο είδος -μάλλον υπό εξαφάνιση- που πιστεύει πως η αξία, δεν έχει τιμή. Τι θέλω να πω; Ότι η τέχνη πρέπει να ανήκει σε όλους. Αυτοί που έχουν τη δυνατότητα και τα μέσα καλά κάνουν και επενδύουν στην τέχνη. Έχουμε ευτυχώς και λίγα καλά παραδείγματα, αυτών που ανοίγουν τη συλλογή τους στο κοινό και σπανιότερα που τη δωρίζουν. Σπάνιο, αλλά συμβαίνει.
G.: Έχετε αγοράσει κάποιο έργο που είναι το αγαπημένο σας;
Κ.Κ.: Ναι, και δεν έχει άμεση σχέση με το είδος της τέχνης που υποστήριξα και δούλεψα. Είναι τα δύο πρώτα έργα που αγόρασα. Ένας μικρός Φασιανός του 1964 που τον πλήρωσα σε γαλλικά φράγκα σε χαμηλή τιμή, που μου έκανε ο ζωγράφος όταν ήμουν φοιτήτρια, κι ένας Τσαρούχης που αγόρασα επίσης από τον ίδιο. Έχουν μεγάλη αξία για μένα και δεν τους αποχωρίζομαι.
G.: Αν μπορούσατε να σώσετε ένα έργο τέχνης από το τέλος του κόσμου, ποιο θα ήταν;
Κ.Κ.: Δεν μπορώ να απαντήσω. Η ζωή ενός είναι ο θάνατος των άλλων. Αφού με ρωτάτε όμως θα πω για ένα έργο που θα ήθελα να σωθεί οπωσδήποτε, που θα μπορούσα να βλέπω καθημερινά και που έβλεπα όταν σπούδαζα στη Σχολή του Λούβρου. Είναι η Νίκη της Σαμοθράκης. Η ενέργεια, που εκπέμπει αυτό το έργο, με τη δυναμική κίνηση του και τον άνεμο παγιδευμένο στο μάρμαρο, είναι απερίγραπτη. Είναι για μένα η εικόνα του ελληνικού πνεύματος, το πέταγμα προς τα πάνω, η εικόνα του ελεύθερου ατόμου, της θάλασσας, γιατί στέκεται σε πλοίο, της δυνατής ασφαλούς γυναίκας, της ελληνική φιλοσοφίας και τέχνης. Μια εικόνα του ανθρώπου, έτοιμου για την κατάκτηση του κόσμου.