Γεννημένος από Περγαμηνούς γονείς πρόσφυγες στη Μυτιλήνη δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του. Απόδειξη γι΄ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι τόσο στα καλλιτεχνικά έργα του όσο και στα γραπτά του κυριαρχεί το μικρασιατικό πνεύμα και διαφαίνεται η αγάπη του για την Ελλάδα και για τον κόσμο της Ιωνίας, παράλληλα με την αγάπη για τη ζωή, τον έρωτα και τη νιότη.
Στην εισαγωγή της ποιητικής συλλογής του «Εν Περγάμω» ο Βάσος Καπάνταης αναφέρει: «Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν από το 1961 έως το 1972 και εκδίδονται τώρα για την επέτειο των πενήντα χρόνων των σφαγών και του διωγμού των Ελλήνων της Μικρασίας. Μου τα ενέπνευσαν ο πατέρας μου –όσο πρόλαβε– και η μητέρα μου Θελξιόπη Δούκα Καπάνταη, το γένος Τσούρτσουλα (1885-1967), μιλώντας για την πατρίδα της, την Πέργαμο, από τα παιδικά μου τα χρόνια. Εκείνη μ’ έκανε ν’ αγαπώ ό,τι είναι μικρασιατικό, εκείνη με έμαθε να περιμένω την ημέρα του γυρισμού κι αυτήν την ημέρα περιμένω ώρα με την ώρα».
Μέχρι το τέλος της ζωής του, εξάλλου, παρέμεινε πιστός στις αρχές, τις αξίες του και την αγάπη του για την Ελλάδα και τις χαμένες πατρίδες. Ο ίδιος σημειώνει αυτοβιογραφούμενος, λίγο πριν πεθάνει, το 1990: «Μόνο ελληνικά μπόρεσα να ζήσω. Δεν μπόρεσα ούτε μια ξένη γλώσσα να μάθω κι ας το ήθελα. Αρνιόταν ο πείσμων πρόσφυξ Περγαμηνός εαυτός μου, αρνιόταν ό,τι δεν ήταν ελληνικό, ό,τι δεν ηχούσε ελληνικά και θαυμάζω τώρα πού ταξίδεψα πια πολλές φορές στη Μητέρα Μικρασία, θαυμάζω τον μείζονα ελληνικό ειρμό, θαυμάζω την ταυτότητα εκατέρωθεν του Αιγαίου, τη μοναδικότητα του δικού μας ήθους και ύφους, θαυμάζω τους αρχαίους, θαυμάζω τους καπεταναίους του Εικοσιένα και κλαίω, κλαίω για το κάθε τι, το ελάχιστο δικό μας, κλαίω στη διαπίστωση του ακατάλυτου, του ενιαίου της Πατρίδας, του εδώ και του εκεί της Ανατολής.
Τέτοια γλυπτική ήθελα να κάνω, σαν παλιός ‘Ίων σε σύγχρονη εποχή. Μια γλυπτική πού οι ρίζες της να είναι βαθιά μες στα ελληνικά χώματα της γης μας, μια γλυπτική σαν να την έκανα στην Ιωνία. Και έκανα γλυπτική χωρίς σταμάτημα, γλυπτική για δέκα ζωές, ευγνώμων που μπόρεσα, όσο και αν ήταν το τίμημα ακριβό και βαρύ. Έκανα κάθε λογής δημιουργία, έπλασα, σκάλισα, χάραξα, ζωγράφισα, έγραψα, σταυρώθηκα, μα το ήθελα έτσι. Δεν γινόταν να ήταν αλλιώς. Ό χρόνος δεν φτάνει για όλα πού φανταστήκαμε. Ήξερα πώς είμαι υπόλογος κάθε στιγμή στην Ιωνία, στη μητέρα μου, στον πατέρα μου και σε όλους τους Έλληνες, πού μου έταξαν και μου έβαλαν ορούς δύσκολους και στόχους άπιαστους. Μακάρι να χαίρονται, αν με βλέπουν, και να μην τους πρόδωσα, μακάρι να χαίρονται, που ο καθένας τους, με τον τρόπο του, συνέβαλε να σκιρτήσω σύγκορμος και να αισθανθώ όσα αισθάνθηκα, να πληρώσω το μέγα τίμημα της καταγωγής, το ‘’πατρώον χρέος’’ και την οφειλή μου, όσο και αν ήταν δύσκολα και δίσεκτα τα χρόνια αυτά. Φόβος Θεού για κάθε βήμα, για κάθε κίνηση, ως υπόλογος στους καλούς ανθρώπους, φόβος για το μεμπτό, το αναξιοπρεπές, το άπρεπο, το ευτελές, το υλικό, φόβος για ψυχή στενή και εφήμερα μικρά μεγέθη. Παράκληση θερμή στις δυνάμεις που κανονίζουν τις ζωές μας, τις μικρές και ασήμαντες ζωές μας, να μου χαριστούν το εύγε της συνείδησης.
Είναι ήδη πολύ, ευτυχώς, να είσαι Ίων, να είσαι από πρόσφυγες γονείς του 1922, να είσαι γλύπτης και πολίτης του αρχαίου Δήμου των Αθηναίων, να είσαι πατέρας γιου και σύζυγος γυναίκας – Ήταν παντρεμένος με τη γνωστή συγγραφέα Ισμήνη Καπάνταη -, να έχεις σπίτι και αυλή και δέντρα και σκύλους και πουλιά ελεύθερα στα δέντρα, να έχεις φίλους και Θεό και ελπίδα για ειρηνική παλιννόστηση στη γη των προγόνων.»
Σημαντικά γλυπτά του Βάσου Καπάνταη κοσμούν την πλατεία της Εστίας Νέας Σμύρνης (Χρυσόστομος Σμύρνης, Ηρώο Περγάμου, Σμύρνα, Καμπάνα των Αρμενίων), καθώς και πολλούς μικρασιατικούς ή άλλους δήμους της χώρας.