«Τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα» είχε δηλώσει ο Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) και με το Περιμένοντας τον Γκοντό (1948) εκσφενδονίζει σαν μετεωρίτη αυτό το «τίποτα» πάνω στη σκηνή. Γιατί τίποτα το αξιοσημείωτο, σε επίπεδο δράσης και υπόθεσης, δεν συμβαίνει σε αυτό το έργο του νομπελίστα Ιρλανδού στοχαστή, ποιητή και συγγραφέα. Δύο παρίες του δρόμου, δύο κλοσάρ, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, ντυμένοι με τα κουρέλια τους, στέκονται πλάι σε ένα δέντρο, μιλούν περί ανέμων και υδάτων, συναντιούνται τυχαία με τρεις εξίσου περίεργους τύπους, ενώ κατά βάση περιμένουν κάποιον άλλον που δεν έρχεται ποτέ. Ποιος είναι, τελικά, ο Γκοντό του τίτλου που δεν εμφανίζεται ποτέ; Κάποιος σωτήρας ή ακόμα και ο ίδιος ο Θεός, όπως φανερώνει η παραφθορά του ονόματος στα αγγλικά (Godot, από το God = Θεός); Ο Μπέκετ έχει, πάντως, παραδεχτεί ότι εκείνο που ενδιέφερε τον ίδιο δεν ήταν τόσο ο Γκοντό, όσο το «περιμένοντας».
Αυτή την αέναη αναμονή σκηνοθετεί με όρους κωμικοτραγικής ιερουργίας ο Θεόδωρος Τερζόπουλος. Στην παράστασή του, ένα μαύρο ικρίωμα, σαν νεκρικό μνημείο, ορθώνεται στη σκηνή. Ένας σταυρός από φως το σκίζει στα δύο. Στη βάση του, ένα μικροσκοπικό μπονζάι. Εκκλησιαστικοί ύμνοι, ταγκό, βομβαρδισμοί και σειρήνες πολέμου αντηχούν. Εκεί, σαν φιγούρες που ζωντάνεψαν από κάποια άγνωστη αρχαία ζωοφόρο, κείτονται και περιμένουν ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, ερμηνευμένοι από τους βετεράνους Σισιλιάνους ηθοποιούς Enzo Vetrano και Stefano Randisi. Παίζουν τους ρόλους τους με την τρελή σοφία και την ιερή απόγνωση του Buster Keaton. Φιγούρες ιδιότροπες και αντιφατικές, πνευματώδεις όσο και αφελείς, αερολογούν αναμένοντας στατικά και εκστατικά εκείνον που δεν θα έρθει ποτέ να τους γλιτώσει από το οντολογικό αδιέξοδο του να υπάρχεις προσδοκώντας πάντα κάτι.
Η παράσταση του Τερζόπουλου, του σκηνοθέτη που ξεκίνησε από τον Μακρύγιαλο της Πιερίας και διατρέχει τον κόσμο εδώ και σαράντα χρόνια με το θέατρο Άττις, διδάσκοντας τη θαυμαστή μέθοδο υποκριτικής του από την Ασία έως την Αυστραλία, «φανερώνει μια σταυρωμένη ανθρωπότητα, της οποίας τα καρφιά είναι λέξεις» όπως σημειώνουν τα ξένα δημοσιεύματα, για να καταλήξουν στο αποφθεγματικό: «μια παράσταση που θα γραφτεί στα χρονικά του σύγχρονου θεάτρου».
O Θεόδωρος Τερζόπουλος σημειώνει: «Η παράστασή μας τοποθετείται στα «ερείπια του κόσμου», σε ένα μέλλον, λίγο πολύ, κοντινό μας, όπου όλες οι πληγές του παρόντος και του παρελθόντος παραμένουν ανοιχτές. Το ίδιο και οι προσδοκίες… Σε αυτό το μεταίχμιο της ανθρώπινης ύπαρξης, ποιες είναι οι ελάχιστες δυνατές συνθήκες για την επανεκκίνηση της ζωής, μιας ζωής που αξίζει να ζει κανείς; Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» υπάρχουν δύο πιθανές απαντήσεις και εκεί στηρίζουμε τη δουλειά μας: Η πρώτη είναι η προσπάθεια να επικοινωνήσουμε και να συνυπάρξουμε με τον Άλλο, αυτόν που βρίσκεται απέναντί μας, παρά τα όποια εμπόδια, ακόμα κι όταν αυτά φαίνονται ανυπέρβλητα! Η δεύτερη είναι η προσπάθεια να επικοινωνήσουμε με τον Άλλο μέσα μας, με αυτήν την ανεξιχνίαστη και σκοτεινή περιοχή των καταπιεσμένων επιθυμιών και φόβων, των λησμονημένων αισθήσεων και ενστίκτων, την περιοχή του ζωώδους και του θείου, εκεί όπου γεννιούνται η τρέλα και το όνειρο, το παραλήρημα και ο εφιάλτης. Αυτό είναι το ταξίδι που προσπαθήσαμε να κάνουμε: προς τον Άλλο μέσα μας και προς τον Άλλο έξω από εμάς, απέναντι, μακριά μας. Περιμένοντας τι; Τη Λύτρωση της ζωής από τα δεσμά του θανάτου; Τη συνάντηση με τον Άνθρωπο; Το τέλος κάθε ταπείνωσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο; Το Τίποτα ή το Περιμένοντας, όπως λέει ειρωνικά ο Μπέκετ; Υπάρχει όμως άλλος τρόπος να οραματιστούμε τον χειραφετημένο άνθρωπο, χωρίς να γκρεμίσουμε τα τείχη που χωρίζουν το «μέσα» από το «έξω»;»
Ειδήσεις σήμερα:
Φρέντυ Μπελέρης: 30 χρόνια διώξεων από το αλβανικό καθεστώς
Τέλος το Survivor για τον Γκέντσογλου, χαμός με Σταυρούλα και Γιάννη – Δείτε βίντεο
Αταμάν: Εάν δεν πάμε στο Final Four, δεν θα είμαι στον Παναθηναϊκό του χρόνου – Βίντεο