Είναι υπέροχο να παίζεις στο Ηρώδειο

Αποτελεί μία από τις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνών που κατάφεραν να κάνουν επιτυχημένη διεθνή καριέρα καταπατώντας όλες τις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας. Γιατί η Λορίνα ΜακΚένιτ, η διάσημη Καναδή τραγουδοποιός που το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει ζωντανά στις 26 Ιουνίου στο Ηρώδειο και στις 27 του ίδιου μήνα στο Θέατρο Γης Θεσσαλονίκης, δεν ακολούθησε καμία απολύτως αυστηρά επαγγελματική συνταγή επιτυχίας.

Εδώ και τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες ακολουθεί μόνο την καρδιά της, ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο συλλέγοντας εμπειρίες, μελωδίες και ρυθμούς και είναι η ίδια μοναδική μάνατζερ του εαυτού της. Κι αν κρίνουμε από το γεγονός ότι οι δίσκοι της έχουν πουλήσει περισσότερα από 14 εκατομμύρια αντίτυπα διεθνώς, σε συνδυασμό με τα σημαντικά βραβεία που έχει αποσπάσει, αποδεικνύεται πως τα κατάφερε περίφημα.

Gala: Επιστρέφετε για μία ακόμη φορά στην Ελλάδα για συναυλίες. Τι σας δένει με τη χώρα;

Λορίνα ΜακΚένιτ: Είναι υπέροχο που ξεκινώ τη νέα περιοδεία μου από εδώ. Εχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από τη χώρα σας, της οποίας η ιστορία και ο πολιτισμός είναι μοναδικά. Ειδικά το Ηρώδειο είναι ένας μοναδικός χώρος για να παρουσιάσει κανείς τη μουσική του.

G.: Στην πορεία σας έχετε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τις μουσικές παραδόσεις διάφορων λαών. Με την ελληνική έχετε ασχοληθεί;

Λ.Μ.: Εχω ακούσει ελληνική μουσική, όχι όμως όσο θα ήθελα. Δεν θα ξεχάσω εκείνο το ταξίδι όπου έμεινα στην Αθήνα για μία εβδομάδα και κάποιος με πήγε σε ένα ρεμπετάδικο και σε κάποια άλλα παραδοσιακά μουσικά στέκια. Ενθουσιάστηκα. Ξύπνησαν οι νεανικές μου μνήμες από ένα ελληνικό μαγαζί που υπήρχε στο Τορόντο στα τέλη των 70s. Τότε ήταν η πρώτη φορά που άκουσα ελληνική παραδοσιακή μουσική.


G.: Η αλήθεια είναι πως τα ταξίδια αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι όχι μόνο της ζωής σας αλλά και της μουσικής σας. Eτσι δεν είναι;
Λ.Μ.: Σωστά. Τα ταξίδια ήταν αυτά που αποκάλυψαν επί της ουσίας τις εσωτερικές μου ανάγκες και οδήγησαν τα βήματά μου. Η καλλιτεχνική μου δημιουργία λοιπόν γεννήθηκε μέσα από τα ταξίδια, την επαφή με ανθρώπους και τόπους διαφορετικούς, με μυρωδιές, με αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία. Κάθε τραγούδι που έχω γράψει κρύβει μέσα του μια εικόνα που είχα στο μυαλό μου από κάποιο ταξίδι μου. Και όταν βρίσκομαι στο στούντιο, κάθε μέσο που χρησιμοποιώ έχει στόχο να αποδώσει μουσικά αυτή τη συγκεκριμένη εικόνα, σαν να δημιουργώ έναν πίνακα ζωγραφικής με ήχους.

G.: Η δισκογραφία σας είναι βαθιά επηρεασμένη από την κέλτικη μουσική παράδοση. Τι σας οδήγησε στο να εξερευνήσετε αυτόν τον πολιτισμό και να ενσωματώσετε στοιχεία του;

Λ.Μ.: Το ενδιαφέρον μου ξεκίνησε το 1991 όταν επισκέφθηκα μια έκθεση για τον κέλτικο πολιτισμό στη Βενετία. Γοητεύτηκα βαθιά και προκειμένου να τον εξερευνήσω ταξίδεψα αρχικά στην Ισπανία. Επισκέφτηκα την πρωτεύουσα της Γαλικίας, το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, έναν τόπο προσκυνήματος ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο. Πάντα με γοήτευαν οι εποχές που οι άνθρωποι μετακινούνταν και επηρεάζονταν ο ένας από τον άλλον σε θέματα θρησκείας, πολιτισμού, φαγητού. Θέλησα λοιπόν να δημιουργήσω τραγούδια που να αιχμαλωτίζουν το κομμάτι της ισπανικής Ιστορίας που συνδέεται με τους Κέλτες, αλλά και τη διαχρονική ανάγκη των ανθρώπων να συνδέονται πνευματικά. Υπάρχουν, εξάλλου, πολλά σημαντικά υπαρξιακά ερωτήματα με τα οποία συνεχίζουμε να ζούμε.

G.: Περιμένατε ότι η μουσική σας θα γνώριζε διεθνή απήχηση;

Λ.Μ.: Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να γίνω τραγουδίστρια και να εμφανίζομαι μπροστά σε χιλιάδες κόσμου. Κτηνίατρος ήθελα να γίνω. Αλλά ακόμα κι όταν άρχισα να γράφω τραγούδια δεν πίστευα πως θα αποκτήσουν ένα τόσο μεγάλο ακροατήριο. Η μουσική επιτυχία μου ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα, επειδή η δουλειά μου ήταν πολύ αντισυμβατική σε πολλά επίπεδα. Ποτέ δεν προσπάθησα να κάνω τραγούδια που θα γίνουν χιτ. Η μουσική μου αποτελεί ένα προσωπικό ημερολόγιο, ένα ταξίδι γνώσης και ανακάλυψης όσων με ενδιαφέρουν. Και σε αυτό το ταξίδι με ακολούθησαν πολλοί άνθρωποι από κάθε γωνιά του κόσμου. Το γεγονός, πάντως, ότι δεν είχα μεγάλες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες μού επέτρεψε να παραμείνω ένας κανονικός άνθρωπος που ζει μια φυσιολογική καθημερινότητα. Δεν θα μου ταίριαζε η ζωή της ποπ σταρ.

G.: Πόσο δύσκολο είναι για έναν καλλιτέχνη να πηγαίνει κόντρα στις μόδες της εποχής και στα όσα επιβάλλει η μουσική βιομηχανία ως προαπαιτούμενα;

Λ.Μ.: Υπήρξαν αρκετές δυσκολίες. Κατ’ αρχάς, επέλεξα να είμαι εγώ η ίδια μάνατζερ του εαυτού μου. Κατά καιρούς σκέφτηκα να συνεργαστώ με κάποιον επαγγελματία μάνατζερ, αντιλήφθηκα όμως πολύ σύντομα πως οι απόψεις και κυρίως το σύστημα αξιών τους ήταν πολύ διαφορετικά από τα δικά μου. Κι εγώ δεν ήμουν διατεθειμένη να χτίσω μια καριέρα πάνω στις αρχές και τις αξίες κάποιου άλλου. Το τίμημα γι’ αυτήν την επιλογή βέβαια είναι μεγάλο. Είμαι αναγκασμένη να αφιερώνω πάρα πολύ χρόνο στο να μανατζάρω την καριέρα μου, ενώ θα μπορούσα να γράφω μουσική.


G.: Ακούτε σήμερα νέες ενδιαφέρουσες μουσικές προτάσεις;
Λ.Μ.: Νιώθω ότι σήμερα έχουμε έλλειψη καλής μουσικής, όχι επειδή δεν υπάρχουν ικανοί νέοι καλλιτέχνες αλλά επειδή η δισκογραφία, εδώ και πολλά χρόνια, βρίσκεται σε κρίση και δεν προσφέρονται πλέον ευκαιρίες σε νέες και κυρίως εναλλακτικές μουσικές προτάσεις. Δεν υπάρχουν πια τα δισκοπωλεία του ’80 και του ’90 και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που έπαιζαν χωρίς playlist. Επίσης, είναι εξαιρετικά δαπανηρό να κάνει κάποιος σήμερα μουσική κι αυτό σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και τη μεγάλη πτώση στα ποσοστά των δικαιωμάτων που εισπράττουν οι μουσικοί, δυσκολεύει πολύ την κατάσταση. Είμαι βέβαιη πως αν ξεκινούσα τώρα, δεν θα είχα αυτή την επιτυχία.

G.: Τελικά, τι σημαίνει για εσάς η μουσική;

Λ.Μ.: Για μένα η μουσική είναι το ίδιο σημαντική με τον αέρα, το φαγητό – μου είναι απαραίτητη για να μπορώ να ζήσω. Αυτή η διαδραστική επικοινωνία που έχω με τον κόσμο μέσω της μουσικής είναι μοναδική και με κάνει να νιώθω πλήρης, ολοκληρωμένη.



Πηγή