Παρ’ όλα αυτά διασχίζοντας έναν από τους κεντρικούς δρόμους του Μπρούκλιν, δεν μπορούμε να μη δούμε από μακριά τη μεγάλη τοιχογραφία ενός από τους επιβλητικότερους καλλιτέχνες της Αμερικής σήμερα, του εικαστικού Νικ Κέιβ, ο οποίος έχει ντύσει με τα δικά του έντονα χρώματα και τα Καβαφικά «Κρυμμένα» τους τοίχους του National Sawdust. Είναι, τουλάχιστον, συγκινητικό να βλέπεις τους στίχους του Αλεξανδρινού να εμπνέουν διάσημες μορφές που διαμορφώνουν τη νέα σύγχρονη πολιτιστική σκηνή της Νέας Υόρκης, αλλά και κεντρικούς εκπροσώπους της τεχνολογίας και της A.I. πραγματικότητας να μιλούν για τον ποιητή σαν να είναι σημερινός, μοντέρνος, ένας από αυτούς – κάτι που σίγουρα θα ήθελε και ο ίδιος.
Ο Καβάφης δίνει τον τόνο ως επιβλητική φιγούρα περιπλανώμενου στη Νέα Υόρκη, αυτός που εμπνέει τους εναλλακτικούς καλλιτέχνες και εικαστικούς, οσκαρικούς ηθοποιούς όπως η Τζούλιαν Μουρ και καλλιτέχνες του μεγέθους της Λόρι Αντερσον και του Ρούφους Γουέινραϊτ, πολυβραβευμένους ηθοποιούς όπως ο Τέιλορ Μακ και ποιητές που τον μετέτρεψαν σε σημείο αναφοράς για όλους εκείνους που μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες και αναζητούν τη δική τους Ιθάκη, ακούγοντας «Φωνές» αγαπημένων από το παρελθόν. Ολα αυτά συνέβησαν στα πλαίσια του Φεστιβάλ «Αρχείο του Πόθου» («Archive of Desire») του Onassis Culture, το οποίο διαχειρίζεται το αρχείο Καβάφη από το 2012, και συγκεκριμένα σε ένα δεκαήμερο γεμάτο από εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της πόλης, που εμπνεύστηκαν από τη ζωή και το έργο του ποιητή, από το Μανχάταν έως το Μπρούκλιν.
Στα πλαίσια του φεστιβάλ περιηγηθήκαμε σε έναν καβαφικό κόσμο που δεν μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι θα μπορούσε να γεννήσει τόσο διαφορετικές εικόνες στις γωνιές της πόλης: διασχίσαμε δρόμους όπου είχαν αποτυπώσει πάνω τους με στένσιλ στίχους του ποιητή, χαζέψαμε την εντυπωσιακή τοιχογραφία του εικαστικού Νικ Κέιβ στην πιο όμορφη γωνιά του Μπρούκλιν, κατεβήκαμε σε υπόγεια για να δούμε εικόνες από το μέλλον και ηχητικές εγκαταστάσεις με αναφορές στον ποιητή, μπήκαμε στην πιο εντυπωσιακή εκκλησία του Μανχάταν και νιώσαμε προνομιούχοι καθώς τα πλήθη περιμένουν για ώρες σε ουρές για να ακούσουν μια αξέχαστη καβαφική συναυλία, ενώ επισκεφθήκαμε το Columbia όπου είδαμε Ελληνες ποιητές να συζητούν με ξένους ποιητές και πανεπιστημιακούς για το πώς επηρέασε ο Καβάφης όχι μόνο τα γράμματα και τις τέχνες αλλά πώς άλλαξε ριζικά τη ζωή τους. Και όχι οπουδήποτε, αλλά σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον όπως η Νέα Υόρκη, που συσπειρώνει διαφορετικές ιδέες και καλλιτέχνες – όπως έκανε κάποτε η Αλεξάνδρεια του ποιητή.
Από τη Λόρι Αντερσον στην Τζούλιαν Μουρ
Σίγουρα ο Καβάφης δεν είναι ξένος στους Αμερικανούς, οι οποίοι ένιωσαν να ασπάζονται τους βαθείς στίχους της δικής τους Ιθάκης όταν στην κηδεία της Τζάκι Κένεντι ακούστηκαν οι στίχοι του Αλεξανδρινού κατόπιν επιθυμίας της αξέχαστης χήρας. Στίχοι του έχουν ακουστεί επίσης σε τραγούδια του Στινγκ και του Πολ Μακάρντνεϊ ενώ ο Αλεξανδρινός έχει, κατά καιρούς, εμπνεύσει καλλιτέχνες όπως ο εικαστικός Ντέβιντ Χόκνεϊ και ο πολύπλευρος Λέοναρντ Κοέν.
Αλλά όλα αυτά θα έμοιαζαν απλώς παρελθόν και πολυφορεμένη νοσταλγία αν δεν διαπιστώναμε ότι ο Καβάφης απασχολεί ακόμα τη νεολαία που είχε στριμωχτεί έξω από τη μεγαλοπρεπή εκκλησία St Thomas, στην καρδιά της 5ης Λεωφόρου, εν μέσω βροχής, για να παρακολουθήσει, συγκινημένη, μια από τις ωραιότερες συναυλίες, σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα ανάμεσα σε εκατοντάδες αναμμένα κεριά -σαν εκείνα τα καβαφικά- με την άκρως συγκινητική Λόρι Αντερσον να αρπάζει το βιολί της για να παίξει τη δική της σύνθεση και μοντέρνα εκδοχή στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους», ενώ λίγο πριν είχε ακουστεί η διαμαντένια φωνή της σοπράνο Ελένη Καλένος καθώς ερμήνευε την καβαφική σύνθεση «The Return» και «Far Away»του Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Αλλά είναι γνωστό ότι κάθε νέος που ζει και αναπνέει τον αέρα του Μανχάταν θα είχε, κατά κύριο λόγο, προσέλθει για να δει τον Ρούφους Γουέινραϊτ, ο οποίος έδειξε να αντιλαμβάνεται με τον ίδιο βαθυστόχαστο τρόπο το καβαφικό «Επήγα» ερμηνεύοντας στα αγγλικά «Στις απολαύσεις, που μισό πραγματικές, μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν». Σε αυτή την καβαφική φωτισμένη νύχτα ο καθείς είχε μάλλον το δικό του μερίδιο στη συγκίνηση, την οποία οι Νεοϋορκέζοι δείχνουν να έχουν ανάγκη αυτές τις δύσκολες μέρες μετά την πανδημία, που η πόλη αγωνίζεται να αποδείξει ότι έχει βρει (σχεδόν) τον εαυτό της. Με τα πανάκριβα ενοίκια και τον κόσμο να έχει απομακρυνθεί πια προς τις βόρειες περιοχές του Μπρούκλιν, είναι δύσκολο να βρεις πλέον πού στο καλό συχνάζουν οι νέοι στο Μανχάταν.
Και την απάντηση τη βρίσκεις σε εκδηλώσεις σαν και αυτή, αφού ο πολιτισμός είναι για τους Νεοϋορκέζους ό,τι το νερό για την έρημο: μια κανονικότητα που πολύ δύσκολα απαρνιούνται. Βγαίνοντας από την εκκλησία είχαμε την αίσθηση ότι είδαμε κάτι που θα μας ακολουθεί για πάντα, περπατώντας κάτω από το γεμάτο φεγγάρι που φάνηκε επιβλητικό με το που σταμάτησε η βροχή, ύστερα από τις μέρες του τυφώνα που είχαν κρατήσει ερμητικά κλεισμένο τον κόσμο στα σπίτια του. Τώρα πλέον η άνοιξη είχε αρχίσει να επανέρχεται πανηγυρικά και όλοι είχαμε κάθε λόγο να χαρούμε τη νυχτερινή έξοδο προς τα κλασικά στέκια της 2ας Λεωφόρου, στα ανατολικά του Μανχάταν, εκεί όπου στεγάζονται μερικά από τα πιο γνωστά ethnic εστιατόρια της πόλης, αντίστοιχα με εκείνα των κάτω περιοχών όπου χτυπά ακόμα η καρδιά του εναλλακτικού Village και εκεί όπου βρίσκεται το New Museum, το οποίο φιλοξενεί την κρέμα της σημερινής πρωτοπορίας και όλα τα φρέσκα μυαλά στην τεχνολογία και τις τέχνες.
Το μουσείο φιλοξένησε σε ειδική προβολή τέσσερις ταινίες που συζητήθηκαν, επίσης, για τη διαφορετικότητά τους φέρνοντας κοντά κορυφαίους οσκαρικούς δημιουργούς και βραβευμένους ηθοποιούς, όπως την Τζούλιαν Μουρ και τον Τέιλορ Μακ με τη δική μας βραβευμένη στις Κάννες σκηνοθέτιδα Εύη Καλογηροπούλου να παρουσιάζει τη γυρισμένη στην Αλεξάνδρεια ταινία με τον ομώνυμο τίτλο και με τον Ελληνα φωτογράφο, σκηνοθέτη και δημιουργό Χρήστο Σαρρή να δίνει τη δική του ντοκιμαντερίστικη ερμηνεία για τα καβαφικά «Τείχη».
Συγκλονιστική αίσθηση να βλέπεις τους έγκλειστους στις φυλακές της Νιγρίτας να νιώθουν τους στίχους από τα καβαφικά «Τείχη» που απλώθηκαν ξαφνικά γύρω τους, με τον ίδιο τρόπο που ένας άλλος καλλιτέχνης από την ψηφιακή πραγματικότητα και τεχνολογία, αυτή τη φορά, δυο μέρες πριν, ο Αλι Σαντάνα, μας παρουσίαζε τη δική του διαδραστική εγκατάσταση για τα «Τείχη» (μια νοερή εμβυθιστική βόλτα στο Μπρούκλιν και τους νεαρούς εξεγερμένους του Black Lives Matter αρκεί για να καταλάβεις τον Καβάφη). Αντίστοιχα δυνατή η σπουδαία περφόρμανς του Τέιλορ Μακ, του πρώτου Αμερικανού που έχει τιμηθεί με το περίβλεπτο διεθνές θεατρικό Βραβείο Ιψεν και φιναλίστ για το Πούλιτζερ, ενώ για την Τζούλιαν Μουρ, η οποία φαίνεται να ένιωσε τον Καβάφη στο δέρμα της, σίγουρα δεν χρειάζονται συστάσεις: η αισθαντική φωνή με το οπτικό υπόβαθρο ονειρικών πολύχρωμων εικόνων και ήχων μάς ξαναζωντανεύει δύο από τα λιγότερο προβεβλημένα ποιήματα του Αλεξανδρινού όπως το «Μακρυά», το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα της Μνήμης και τη «Θάλασσα του Πρωιού».
Σχολιάζοντας μάλιστα σχετικά τη συμμετοχή της στο φεστιβάλ, η Τζούλιαν Μουρ δήλωσε πως αυτό που την ενδιαφέρει στα συγκεκριμένα ποιήματα είναι ότι «και στα δύο ο Καβάφης θέτει μια ιδέα σχετικά με τη Μνήμη και μετά κατά κάποιο τρόπο γρήγορα την εστιάζει σε μια πραγματικότητα. Επιτρέπει στον εαυτό του να βουτήξει σε μια εμπειρία και μετά να απομακρυνθεί από αυτήν πλαισιώνοντάς την όχι ως μια πραγματικότητα, το οποίο θεωρώ ότι είναι πολύ σαγηνευτικό. Είναι υπέροχο που συμμετέχω σε αυτό διότι δεν είναι από τις δουλειές που κάνω συνήθως. Είναι μοναδική εμπειρία να συνεργάζεσαι με άλλους καλλιτέχνες και να έχεις την ευκαιρία να ξεμοντάρεις κάτι και να το διερευνάς».
Ο κάθε καλλιτέχνης είχε τον δικό του τρόπο να καταθέσει τη δική του προσέγγιση στον Καβάφη και μάλιστα, προς μεγάλη μας εντύπωση, πολύ πιο καίρια και αισθητή από ό,τι οι Ελληνες: οι μετανάστες μίλησαν για την ίδια αίσθηση της αποξένωσης, οι ξένοι της πόλης για τον νόστο της πατρίδας, οι γκέι για την ομοσεξουαλικότητα, οι στοχαστές της διασποράς για την κατανόηση αυτού του διαχρονικού κοσμοπολιτισμού. Σε ένα μάλιστα από τα πανέμορφα βιβλιοπωλεία McNally Jackson, στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα με θέα τη γέφυρα του Μπρούκλιν, είδαμε την τελευταία μέρα του φεστιβάλ τον σπουδαίο συγγραφέα Αντρέ Ασιμαν -στον κινηματογράφο έχει μεταφερθεί με επιτυχία το βιβλίο του «Call me by your name»- να συνομιλεί με τον Πολ Χόλντενγράμπερ για το έργο του Αλεξανδρινού και τη σπουδαιότητα της ποίησής του σήμερα.
Αν, όμως, μια ποιήτρια έμεινε στην καρδιά μας αυτή είναι μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές στην Αμερική σήμερα, αν όχι η αντιπροσωπευτικότερη και βραβευμένη με το Εθνικό Βραβείο Ποίησης, η Ρόμπιν Κοστ Λιούις, η οποία είχε λάβει βραβείο ποίησης με την πρώτη της παρθενική εμφάνιση «Voyage of the Sable Venus» (Knopf). Στο εσωτερικό του Κολούμπια σε μια φορτισμένη αίθουσα όπου λάμβανε χώρα το ολοήμερο συμπόσιο με καλεσμένους ποιητές και ποιήτριες από τη Νέα Υόρκη, την Αίγυπτο και την Ελλάδα, υπό την προεδρία του Ελληνα καθηγητή και θεωρητικού Στάθη Γουργουρή και της καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Πρίστον, Κάρεν Εμεριχ, η Λιούς έδειξε ότι ο Καβάφης δεν είναι υπόθεση των θεωρητικών αλλά του καθενός από εμάς. Σε ένα φορτισμένο από συγκίνηση κλίμα, μίλησε για τους μαύρους, απομονωμένους κοινωνικά, γκέι φίλους της που διάβαζαν Καβάφη κρυφά κάτω από τα σκεπάσματα ή «στα πάνω ράφια της ντουλάπας τους», όπως είπε χαρακτηριστικά, που χτυπήθηκαν από το AIDS και βίωσαν άγρια τον έρωτα και τον θάνατο.
Λόγια που δεν θα ακούγονταν σε κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο και σίγουρα από κανέναν περίοπτο καβαφιστή. Είναι η ίδια που την επόμενη μέρα μάς παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο έργο με δικούς της στίχους οι οποίοι αναμείχθηκαν μοναδικά με εκείνους του ποιητή και άλλων αντίστοιχου μεγέθους και συνομίλησαν μαζί του, ντυμένους με τη μουσική του Βιγιάι Αγιερ και με τη συνδρομή της εικαστικού Ζούλι Μεχρέτου σε ένα ολοκληρωμένο έργο που έφερε τον ίδιο τίτλο με το φεστιβάλ, «Archive of Desire», στο πολιτιστικό κέντρο και σημείο αναφοράς για τους ανθρώπους της μουσικής και του ήχου, το National Sawdust.
Σε αυτή την περιοχή του Μπρούκλιν όπου χτυπάει πια η εναλλακτική Νέα Υόρκη μπορεί κανείς να δει διάσημους με εκκεντρικούς καλλιτέχνες να στοιβάζονται στα μοδάτα πολιτιστικά κέντρα και να φέρνουν τις νέες ιδέες που θα επηρεάσουν αργότερα τον πλανήτη. Υπέροχη και αξέχαστη για εμάς η βραδιά που με κλειστά τα φώτα και καθισμένοι όλοι γύρω από ένα τραπέζι θα γινόμασταν κοινωνοί αυτής της υπέροχης «Κωνσταντινουπολιάδας» («Constantinopoliad, an Epic») ξεφυλλίζοντας χειροποίητα βιβλία που εμπνέονταν από το ημερολόγιο που κρατούσε ο Καβάφης όταν η οικογένειά του βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη.
Πρόκειται για ένα έργο που προσπαθεί να δει τον κόσμο με το βλέμμα του έφηβου τότε ποιητή, να αφουγκραστεί τις αγωνίες του και να φανταστεί ακόμα και τη σχέση του με γνωστό Ελληνα αστρονόμο που ανέπτυξε την ομώνυμη «κλίμακα ατμοσφαιρικής τύρβης», να διαβάσει τις πρώτες του ιστορίες, γραμμένες σε ηλικία μόλις 18 ετών, που ανταγωνίζονται τα πλέον μοντέρνα σύγχρονα διηγήματα. Επρόκειτο για μια πραγματική αποκάλυψη και μάλιστα από μια ξένη καλλιτέχνιδα όπως η Σίστερ Σιλβέστερ με τη μουσική επένδυση της Ελ Σαζλί, που μας έβγαλε από τα σύνορα και μας θύμισε πως ένας ποιητής δεν είναι μόνον οι στίχοι του, αλλά κόσμοι ολόκληροι, ανεξάντλητοι, που φτάνουν μέχρι το Διάστημα. Γενικότερα, δεν υπήρχε γωνιά στη Νέα Υόρκη, βιτρίνα καταστήματος και δυναμικός πολυχώρος που να μην κρύβει μια καβαφική αναφορά, από την περίφημη «Νολίτα» του Μανχάταν έως το αεροδρόμιο «Λα Γκουάρντια», τα οποία, εκτός από τα διαφορετικά δρώμενα, φιλοξενούσαν περίτεχνα σχεδιασμένες μικρές βιβλιοθήκες ποίησης αφιερωμένες στον ποιητή και το έργο του.
Ο Καβάφης και η τεχνολογία
Επειδή, όμως, το Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση δεν είναι στραμμένο μόνο προς το παρελθόν, δηλαδή τη γενεαλογία και δυναμική αξιοποίηση της πνευματικής κληρονομιάς και του αρχείου του ποιητή μέσα από τη λογική του ανοιχτού αρχείου, πολύ δυναμική είναι η στροφή προς το μέλλον. Καλύτερα ακόμα, η αντι-στροφή και αντι-πρόταση για το πώς μπορεί να προσεγγίζεται ένας τόσο δυναμικός ποιητής, ο οποίος είχε αντίστοιχα τότε στραμμένες τις κεραίες του στα νέα, δυναμικά ρεύματα του μοντερνισμού που δέσποζαν στην εποχή του.
Από τα υπόγεια λοιπόν του Olympic Tower που δόξασε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, στην καρδιά του Μανχάταν, όπου σήμερα στεγάζεται το εργαστήρι του ONX, παρακολουθήσαμε μια ειδική έκθεση με τον τίτλο «Through the Walls» του Αλ Σαντάνα, μια οπτικοακουστική εγκατάσταση με πολιτική χροιά και χιπ χοπ αποχρώσεις, αλλά και το εντυπωσιακό «Ekphrasis» των Μάθιου Νιντερχάουσερ και Μαρκ Ντα Κόστα, οι οποίοι χρησιμοποίησαν διάφορα αλγοριθμικά συστήματα για να συγκροτήσουν αντίστοιχα διαφορετικά καβαφικά σύμπαντα εμπνευσμένα από εικόνες του σήμερα: πόλεις βουτηγμένες σε μια δυστοπική αχλή, με τους κατοίκους να αναρωτιούνται για τους καβαφικούς βαρβάρους. Μετά από όλα αυτά, μένεις να αναρωτιέσαι αν ο Καβάφης έχει ξεπεράσει ακόμα και τους στίχους του, τη φήμη του και την ίδια του την αίγλη και έχει απλωθεί σε απρόβλεπτα σύμπαντα, πέρα από τα ατομικά δεδομένα, από αυτούς τους μάγους της εποχής μας που μας συμπαρασύρουν, μας γοητεύουν και μας τρομάζουν.
Οπως τόνισε και η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση και συνεπιμελήτρια του Φεστιβάλ, «Αταξινόμητος, ερωτικός, άμεσος αλλά και σκοτεινός, ο Καβάφης ήταν μια σύνθετη προσωπικότητα που έμοιαζε να ενσαρκώνει μια σχεδόν παράδοξη ύπαρξη. Ηταν ένας σύγχρονος πολίτης αρχαίων πόλεων, ένας άνθρωπος που επινόησε τη δική του γλώσσα. Ο Καβάφης είναι ένας ποιητής που απευθύνεται σε όλους, ακόμα -και ίσως ιδιαίτερα- σε εκείνους που θεωρούν ότι δεν τους αγγίζει η ποίηση. Με συγκινεί το γεγονός ότι έρχεται στη Νέα Υόρκη για να μπει στη ζωή εκείνων που δεν τον γνωρίζουν ακόμα – η πνευματική κληρονομιά του θα περπατήσει στους δρόμους της και θα ζωντανέψει μέσα στα μυαλά του πλήθους».
Εχοντας αυτά τα λόγια στο μυαλό και τις εικόνες όλων των ξένων που ξανα-δημιούργησαν τον δικό τους Καβάφη φεύγω από το Μανχάταν με την αίσθηση ότι ένα τέτοιο ταξίδι είναι σίγουρα αυτό που σε κάνει να μη φοβάσαι τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες της καθημερινότητας. Καθώς ανάβω δυο κεράκια στο νέο εκκλησάκι του Αϊ-Νικόλα που έφτιαξε ο Ρέντσο Πιάνο, ακριβώς μπροστά από το «Σημείο Μηδέν» όπου έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι, έχω την αίσθηση ότι ο ποιητής μού χαμογελά κάπου εκεί κοντά. Αλλωστε, πάντοτε θαλασσινά και συνάμα αστικά ήταν τα μέρη του.