Το «τερατώδες έργο», όπως το αποκαλούσε η μητέρα, η οποία το έπλενε με απορρυπαντικό στην αυλή για να καθαρίσει από τη σκόνη που είχε συσσωρευτεί πάνω του από τα χρόνια παραμονής του σε μια αποθήκη, ευτυχώς, δεν εκποιήθηκε. Εμεινε μέσα στους κόλπους της οικογένειας έως ότου ο γιος, Αντρέα Λο Ρόσο, υποψιασμένος ότι κάτι τρέχει με τον πίνακα, άρχισε να ψάχνει τι ακριβώς συμβαίνει με ένα έργο που έδειχνε να παραπέμπει σε κορυφαία έργα του Πικάσο.
Σήμερα, το πορτρέτο αυτό της μούσας του Πικάσο, Ντόρα Μάαρ, δεν θεωρείται μόνο γνήσιο από τους ειδικούς, αλλά αν τελικά συμπεριληφθεί στα επίσημα έργα του αθάνατου ζωγράφου, μπορεί να εκτιμηθεί ακόμα και για 12 εκατ. δολάρια. Πώς όμως δεν είχε εντοπιστεί από κάποιους όλα αυτά τα χρόνια, τι ακριβώς συμβαίνει με τα κλοπιμαία έργα του Πικάσο, που είναι περισσότερα από κάθε άλλου καλλιτέχνη, και γιατί το κλεμμένο από τη δική μας Εθνική Πινακοθήκη έργο είχε επίσης ως θέμα την ερωμένη Ντόρα Μάαρ;
Κρυμμένο για μισό αιώνα
Ηταν αρχές δεκαετίας του ’60 όταν ο Λουίτζι Λο Ρόσο, ερασιτέχνης παλαιοπώλης και θηρευτής κρυμμένων θησαυρών, εκλήθη να «καθαρίσει» τις παλιατζούρες που είχαν απομείνει στο υπόγειο ενός παλιού σπιτιού στο Κάπρι. Ανάμεσα στις διάφορες αντίκες, τα χρησιμοποιημένα έπιπλα, τα οποία συνήθιζε να μαζεύει για να μεταποιεί ο Λουίτζι, εντόπισε έναν πίνακα και τυλίγοντάς τον πρόχειρα φρόντισε να τον μεταφέρει με ασφάλεια στο σπίτι του στην Πομπηία.
Η διαύγεια των χρωμάτων είχε κάνει τέτοια εντύπωση στον άσχετο με την τέχνη παλαιοπώλη ώστε αποφάσισε να το μεταφέρει στο σπίτι του: μόνο που οι διαρκείς διαμαρτυρίες της γυναίκας του γι’ αυτόν τον «τρομακτικό πίνακα» που στόλιζε το σαλόνι, τον ανάγκασαν να τον μεταφέρει στο εστιατόριο που διατηρούσε στην ευρύτερη περιοχή.
Μάταια οι πελάτες τον ρωτούσαν για το έργο – ο ίδιος δεν είχε ιδέα τι μπορούσε να απεικονίζει και ποιος μπορεί να φιλοτέχνησε τον παράξενο πίνακα που, κατά τη γνώμη του, «απεικόνιζε μια θλιμμένη γυναίκα». Οι υποψίες ότι ενδεχομένως να έχει κάποια αξία γεννήθηκαν όταν κάποιος γκαλερίστας, που προφανώς είχε αντιληφθεί ότι πρόκειται, αν όχι για πρωτότυπο, για εξαιρετικό αντίγραφο, του πρότεινε ένα τεράστιο ποσό για να αποκτήσει το έργο. Εκτοτε η προσοχή του εστιάτορα στράφηκε λίγο περισσότερο στον πίνακα και χρειάστηκε να αναλάβει τα ηνία ο γιος του, ο οποίος άρχισε να αναζητά με θέρμη περισσότερες λεπτομέρειες για το άγνωστης προέλευσης έργο.
Αρχικά κατέφυγε σε διάφορα εξειδικευμένα βιβλία ιστορίας της Τέχνης και όταν είδε πως οι θαμώνες του εστιατορίου που ενδιαφέρονταν για τον πίνακα άρχισαν να αυξάνονται, φρόντισε να το προστατεύσει από ενδεχόμενο κλοπής. Το πήρε σπίτι του και, παράλληλα με τα διαβάσματα, άρχισε να αναζητά βιογραφικά στοιχεία του Πικάσο που αποδείκνυαν πως όντως τις δεκαετίες ’40 και ’50 ήταν συχνός επισκέπτης της περιοχής, με διάφορους φίλους καλλιτέχνες να τον φιλοξενούν.
Ανάμεσα στα διάφορα έργα εντόπισε και αυτά με τη συγκεκριμένη θεματική, που έμοιαζαν πάρα πολύ σε αυτό που έβλεπε να κοσμεί το σαλόνι του δικού του πλέον σπιτιού. Αφού άρχισε να καταλαβαίνει ότι οι πιθανότητες ο πίνακας να είναι γνήσιος είναι μεγάλες ζήτησε τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων: ο πρώτος που συμβουλεύτηκε ήταν ο Βιτόριο Ουμπέρτο Αντόνιο Σγκάρμπι, Ιταλός κριτικός και ιστορικός Τέχνης, συγγραφέας, πρόεδρος του Μουσείου Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης του Τρέντο και του Ροβερέτο – και γενικότερα πολυπράγμων, φιλότεχνος και επιστήμων.
Εκείνος του είπε να συνεχίσει την έρευνά του γιατί υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ο πίνακας να είναι αυθεντικός. Υποψιασμένος ο γιος της οικογένειας υποστηρίζει ότι έστειλε αιτήματα στο Μουσείο Πικάσο για να υπάρξει κάποια εκτίμηση, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση, προφανώς, γιατί οι υπεύθυνοι πίστευαν ότι πρόκειται για φάρσα. Αλλά δεν το έβαλε κάτω: κάλεσε έναν εκπρόσωπο που μπορούσε να αποφανθεί για την πιστοποίηση έργων τέχνης και εκείνος έκανε το επόμενο αποφασιστικό βήμα. Απευθύνθηκε στο Ιδρυμα Arcadia, οι οποίοι θεώρησαν ότι πρέπει να συγκροτηθεί ειδική ομάδα έρευνας που θα εξετάσει το θέμα. Η κίνηση αυτή ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική, καθώς συγκροτήθηκε ολόκληρη ομάδα επιστημόνων οι οποίοι μπορούσαν, επιτέλους, να αποφανθούν για τη γνησιότητα του πίνακα.
Η ομάδα αποτελούνταν από τον επικεφαλής του Ιδρύματος Arcadia, πρόεδρο Λούκα Τζεντίλε Κανάλ Μαρκάντε, τον μηχανικό Μαουρίτσιο Σερακίνι, ειδικό στη χημική-επιστημονική ανάλυση έργων τέχνης και τους Πάολο Κορνάλε, από το χημικό εργαστήριο CSG Palladio, τον Νταβίντε Μπουσολάρι από το εργαστήριο X Diagnostica per l’ Arte Fabbri και τη Φράνκα από το νομικό γραφείο Studio Legale Vitelli.
Η επιστημονική τους απόφανση ήταν αποκαλυπτική: η ειδική γραφολόγος του ιδρύματος Σίντσια Αλτιέργι, με ειδίκευση στην αναγνώριση γνησιότητας έργων τέχνης, επιβεβαίωσε ότι η υπογραφή στο πάνω αριστερό τμήμα του πορτρέτου που απεικονίζει την Ντόρα Μάαρ, είναι όντως του Πικάσο, κάνοντας το πιο μυθιστορηματικό σενάριο να μοιάζει αληθινό. Εκτοτε το έργο φυλάσσεται σε ειδικό θησαυροφυλάκιο στο Μιλάνο και αν το Ιδρυμα Πικάσο επιβεβαιώσει επίσημα ότι είναι, όντως, αυθεντικό, έχουμε να κάνουμε με ένα έργο ανεκτίμητης αξίας.
Το Ιδρυμα Πικάσο
Παρά τις διαρκείς οχλήσεις προς το Ιδρυμα Πικάσο, η οικογένεια Λο Ρόσο δεν είχε λάβει καμία απάντηση στα αιτήματά της και δεν είδε καμία ανταπόκριση σχετικά με την πιστοποίηση της γνησιότητας του πίνακα. Μέχρι που ήρθε η σημερινή απόφανση των ειδικών που οδήγησε σε επίσημες αντιδράσεις: η άμεση απάντηση των υπεύθυνων του Ιδρύματος προς την οικογένεια είναι ότι ενδεχομένως να είναι οι ίδιοι κλεπταποδόχοι και ότι δεν μπορούν, ως εκ τούτου, αν δεν αποσαφηνιστεί το θέμα, να διεκδικούν καμία κυριότητα στον πίνακα. Η ύποπτη αυτή αντίδραση του Ιδρύματος Πικάσο προς τα μέλη της οικογένειας, τα οποία λίγο ή πολύ χαρακτηρίζει ως υπόπτους, προφανώς αποδεικνύει τη μεγάλη πιθανότητα το έργο να είναι γνήσιο, γεγονός που θα εξανάγκαζε τους υπεύθυνους σε μερική αποζημίωση προς τον Λο Ρόσο, ο οποίος θα εμφανιζόταν ως ο κάτοχός του μέχρι σήμερα.
Αρκεί, μάλιστα, να εξετάσει κανείς αυτό το πορτρέτο σε σχέση με τα υπόλοιπα της ίδιας σειράς, εμπνευσμένα από τη γοητευτική Αργεντίνα ερωμένη του Πικάσο για να δει τις αναλογίες: το συγκεκριμένο πορτρέτο συνομιλεί άμεσα με ένα κλεμμένο της Μάαρ, που είχε φιλοτεχνηθεί το 1938 και είχε βρεθεί το 1999 να στολίζει το κότερο ενός Σαουδάραβα σεΐχη, ενώ ερωτήματα ανοίγει η σχέση του με το δικό μας έργο, στην Εθνική Πινακοθήκη που, επίσης, απεικονίζει την Ντόρα Μάαρ: πώς μπορούν, όμως, αυτά τα έργα να συνδέονται, υπάρχει όντως κάποια σύνδεση, αυτοί οι πίνακες να είναι προϊόντα κλοπής και τι ακριβώς συμβαίνει με τις διάφορες οργανωμένες κλοπές έργων του Πικάσο – τόσο από το ίδιο του το μουσείο όσο και από διάφορα μουσεία του κόσμου, μεταξύ των οποίων και από την Εθνική μας Πινακοθήκη; Το πολύπλοκο αυτό ερώτημα θα μπορούσε να απαντηθεί αν μπορούσε κανείς επαρκώς να δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από την κλοπή του δικού μας, επιστραφέντα πλέον πίνακα, παραμένουν ασύλληπτοι, όπως και το γεγονός ότι τα έργα αυτά συνιστούν σειρά πορτρέτων της ίδιας μούσας του Πικάσο.
Ποια ήταν η Ντόρα Μάαρ
Η γυναίκα που συνεπήρε τον σπουδαίο ζωγράφο όταν την είδε να παίζει με ένα μαχαίρι στο Deux Magots ματώνοντας τα χέρια της, τα οποία κοσμούσαν γάντια με κατακόκκινα τριαντάφυλλα, ξεπερνά τον μύθο του Πικάσο, αφού αποτελεί σπουδαίο όνομα από μόνη της. Το ταλέντο της, που εκφράστηκε με μια σειρά από εκπληκτικά φωτογραφικά έργα, εντοπίστηκε και από άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες, οι οποίοι εξήραν το ταλέντο της Ενριέτ Θιοντόρα Μάρκοβιτς, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της καταγόμενης από την Αργεντινή καλλιτέχνιδος, όπως ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ο Νταλί και ο Μαν Ρέι, αλλά η σκιά του Πικάσο έπεφτε βαριά πάνω στο καλλιτεχνικό της έργο.
Πρόσφατα μάλιστα, μετά τη δημοσίευση της βιογραφίας «Η μούσα του Παρισιού», κορυφαία μουσεία του κόσμου άρχισαν να ετοιμάζουν εκθέσεις με έργα της, όπως η γκαλερί Amar στο Λονδίνο που οργάνωσε την έκθεση «Dora Maar: Behind the lens» με κορυφαίες φωτογραφίες και φωτογράμματά της, ενώ μεγάλη ρετροσπεκτίβα είχε οργανώσει το Πομπιντού με τίτλο «Ποια είναι πραγματικά η Ντόρα Μάαρ;».
Εκτός από δυναμική καλλιτέχνις, η Μάαρ ήταν ακτιβίστρια και από τις λίγες αντιστασιακές τον καιρό του πολέμου: ήταν ήδη ενταγμένη στην αντιφασιστική ένωση επαναστατών διανοουμένων Contre-Attaque μαζί με τους σουρεαλιστές και τον Αντρέ Μπρετόν. Ηταν η ίδια εποχή που η Μάαρ απαθανάτιζε πλανόδιους μικροπωλητές, ανθρώπους που ζούσαν στον δρόμο σε παράδοξα εσταντανέ και με μια εντελώς δική της ιδιοσυγκρασιακή ματιά. Ο Πικάσο την ερωτεύτηκε τόσο ώστε να τη μετατρέψει σε μούσα του και να επιτρέψει μόνο σε εκείνη να τον φωτογραφίζει καθ’ όλη τη διάρκεια δημιουργίας του κορυφαίου του έργου «Γκερνίκα».
Η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή της, δραματική και απόλυτη, ερωτική και φλογερή, έκανε τον κορυφαίο καλλιτέχνη να τη φιλοτεχνήσει σε ερωτικά-γοητευτικά εσταντανέ, όπως το πρόσφατο έργο που βρέθηκε στα υπόγεια στην Πομπηία, σε δραματικά εσταντανέ, όπως είναι το «Γυναικείο Κεφάλι», το έργο, δηλαδή, που είχε κλαπεί από την Εθνική Πινακοθήκη και πλέον έχοντας επιστραφεί κοσμεί μία από τις προθήκες της. Το συγκεκριμένο πορτρέτο φαίνεται ότι φιλοτεχνήθηκε στο ατελιέ του Πικάσο στο Ρουαγιάν, όπου είχαν καταφύγει, μετά την κατάληψη του Παρισιού, τα γαλλικά στρατεύματα. Τα χρώματα, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα χλωμά, λόγω του ξεσπάσματος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε αντίθεση με τα πιο έντονα των υπόλοιπων πορτρέτων, όπως αυτό της Πομπηίας.
Το κύκλωμα
Μόνο το 2017 είχαν καταγραφεί περί τα 1.147 έργα του Πικάσο ως κλεμμένα, ως αμφισβητούμενα ή ως χαμένα, περισσότερα από οποιουδήποτε άλλου καλλιτέχνη σύμφωνα με το Art Loss Register. Κλοπές είχαν σημειωθεί εκτός από το Μουσείο Πικάσο, από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού, από μουσείο στην Ολλανδία που φιλοξενούσε έκθεση του Πικάσο, με τη λεία να φτάνει τους επτά πίνακες, αλλά και από το δικό μας μουσείο.
Για πολλούς υπάρχει ένα ολόκληρο δίκτυο που ειδικεύεται στις κλοπές έργων Πικάσο, το οποίο, αφού τα αποσπάσει από τα διάφορα μουσεία, τα «καθαρίζει» σε διαφορετικές αποθήκες ώστε να εξαφανιστούν τα ίχνη της προέλευσής τους. Μέλος αυτού του κυκλώματος ενδεχομένως να αποτελεί ο υπεύθυνος για την κλοπή του έργου της Εθνικής Πινακοθήκης στη χώρα μας. Παρά το αφήγημα που τον ήθελε έναν απλό ελαιοχρωματιστή (!) με το όνομα Γεώργιος Σαρματζόπουλος, γνωστού στα κοινωνικά δίκτυα ως «Art Freak», ο οποίος φάνηκε να πέφτει στα μαλακά στο δικαστήριο, όλοι αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορεί να είναι μόνο αυτός ο αυτουργός της συγκεκριμένης καλά οργανωμένης κλοπής.
Οι δικαιολογίες ότι ήθελε απλώς να κλέψει έναν Πικάσο επειδή ξαφνικά αγάπησε την τέχνη ή ότι επειδή τραυματίστηκε στην προσπάθειά του να ξεφύγει γέμισε αίματα τον άλλον πίνακα και τον πέταξε στην τουαλέτα (!) προκαλούν τουλάχιστον θυμηδία. Κανείς δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους των συχνών ταξιδιών του φτωχού κατά τα άλλα ελαιοχρωματιστή σε διαφορετικές πόλεις της Ολλανδίας, απ’ όπου είχαν αποσπαστεί οι υπόλοιποι Πικάσο, και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι σχέσεις του με διάφορους καλλιτεχνικούς κύκλους και υπόγεια κυκλώματα.
Είναι πλέον σαφές ότι αυτό το κύκλωμα φρόντισε ώστε κάποιοι γνωστοί κλεμμένοι Πικάσο να βρεθούν στα χέρια Σαουδαράβων, το πιο ασφαλές καταφύγιο ώστε να αποφευχθούν τα ύποπτα ερωτήματα. Μόνο που προφανώς η διαδρομή του δικού μας Πικάσο κάπου σκάλωσε και έτσι η Ολλανδή φίλη του ελαιοχρωματιστή, στην οποία άρχισε να αποκαλύπτει την υπόθεση, αποφάσισε να καταγγείλει τις κινήσεις του στις Αρχές. Ο κλοιός έσφιξε ακόμα περισσότερο όταν άρχισε να ακολουθεί τα βήματά του η Europol, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από έναν απλό «αφελή φιλότεχνο».
Ερωτηματικά
Οι κλεμμένοι πίνακες εντοπίστηκαν τελικά σε μια ρεματιά στο Πόρτο Ράφτη και η σύλληψη του Σαρματόπουλου έγινε σε ένα καφενείο στο Κορωπί. Είναι ακόμα μέχρι σήμερα παράδοξο ότι ήταν αρκετή μια δήλωση μεταμέλειας ώστε να μπορέσουν να αναγνωριστούν ελαφρυντικά στην τελική ποινή.
Το γεγονός ότι ακόμα μέχρι σήμερα δεν έχουν εντοπιστεί οι πραγματικοί δράστες της ληστείας, όπως αρκετών άλλων με έργα του Πικάσο, προκαλεί μεγάλα ερωτηματικά σχετικά με τη δράση συγκεκριμένου κυκλώματος που τα πλοκάμια του εξακτινώνονται μέχρι τη Σαουδική Αραβία. Μένει απλώς να εξιχνιαστεί κατά πόσο η σχέση του «εξαφανισμένου» επί δεκαετίες Πικάσο στο σαλόνι του παλαιοπώλη συνδέεται με τα υπόλοιπα δύο κλαπέντα πορτρέτα της ερωμένης του Ντόρα Μάαρ, σε μια υπόθεση που φαντάζει το λιγότερο μυθιστορηματική.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Getty images / Ideal images, EUROKINISSI
Ο «Ωμέγα Εμποδιστής» φέρνει βοριάδες και πτώση της θερμοκρασίας – Πότε αναμένονται βροχές