«Γράφοντας στίχους, είχα πάντα στο μυαλό μου ότι ο ακροατής δεν έχει τη δυνατότητα να επανέλθει, όπως ο αναγνώστης. Η γραφή δεν πρέπει να είναι απλοϊκή, αλλά ευθύβολη. Είναι αρχή για μένα, κάτι σαν στρατευμένη τέχνη. Γράφεις και ξέρεις ότι το τραγούδι πρέπει να γίνει επιτυχία. Πολλοί από τους στίχους που έχω γράψει ως ποιητής δεν θα μπορούσαν να μελοποιηθούν γιατί διαφέρει η εσωτερική διαδικασία και οι αφορμές. Το κοινό του τραγουδιού το έχεις πάντα στο μυαλό σου, δηλαδή ξέρεις πού απευθύνεσαι» δήλωνε με νόημα ο ίδιος διαχωρίζοντας τις δύο ιδιότητές του, αυτές του ποιητή και του στιχουργού, οι οποίες μπορεί να πορεύονταν παράλληλα, είχαν, ωστόσο, διαφορετική εκκίνηση και άλλο προορισμό.
Παραδεχόταν, βεβαίως ότι ακόμη και ένας δεινός ποιητής δεν είναι εύκολο να γράφει πάντα καλά τραγούδια: «Καμιά φορά έρχονται και κάθονται σαν το πουλί πάνω στο σύρμα. Άλλοτε παιδεύεσαι. Πρέπει να είναι ανοιχτοί οι ουρανοί για να γραφτεί ένα τραγούδι» εξομολογούνταν ενώ πίστευε ακράδαντα πως το τραγούδι πρέπει να κουβαλά τιςανθρώπινες ατέλειες: «Τα τραγούδια δεν χρειάζεται να είναι άψογα. Πρέπει να είναι μουντζουρωμένα όπως η ζωή».
Μελοποίησε από Θεοδωράκη μέχρι Μπρέγκοβιτς και Μαχαιρίτσα
Με βάση τις παραπάνω προσωπικές του αρχές και έχοντας μια μοναδική ικανότητα να προσαρμόζεται και να υπηρετεί το διαφορετικό ύφος του εκάστοτε συνθέτη με τον οποίον συνεργαζόταν, είτε επρόκειτο για τον Μίκη Θεοδωράκη, είτε για τον Βαλκάνιο Γκόραν Μπρέγκοβιτς ή για τον ροκ Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, πορεύτηκε στη στιχουργική τέχνη, χαρίζοντας στην ελληνική δισκογραφία τραγούδια – διαμάντια στα οποία η ανθρώπινη ευαισθησία πάλευε, διαχρονικά, με την σκληρότητα και έβγαινε νικήτρια.
Ο Μιχάλης Γκανάς κάνει την εμφάνισή του ως στιχουργός στην ελληνική δισκογραφία το 1981, με τα τραγούδια «Πανικός», και «Ασανσέρ», σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου, που συμπεριλήφθηκαν στον δίσκο με τις ζωντανές ηχογραφήσεις από τις κοινές συναυλίες του συνθέτη με τον Χρήστο Λεοντή. Το πρώτο, ωστόσο, τραγούδι που οι περισσότεροι έχουν συνδέσει με το στιχουργικό του ξεκίνημα είναι το «Στο Σουμιτζού κάποια βραδιά» από τον δίσκο του Νίκου Ξυδάκη «Πρώτο βράδυ στην Αθήνα» (1983) στον οποίο συμμετείχε με τρία συνολικά κομμάτια.
Ακολουθούν τα εννέα τραγούδια που έγραψε το 1991 για τα «Μυστικά Τραγούδια», έναν δίσκο σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη, με ερμηνευτές την πρωτοεμφανιζόμενη, τότε Μελίνα Κανά και τον Δημήτρη Ζεβρουδάκη.
«Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε/ είναι σου λέω πανικός/ ένας μικρός Τιτανικός/ και θα ‘ναι θαύμα αν σωθούμε» γράφει δύο χρόνια αργότερα, το 1993, στον δημοφιλέστατο δίσκο του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα «Ρίξε κόκκινο στη νύχτα» στον οποίο συμμετέχει με τρία τραγούδια, τα «Μικρός Τιτανικός» «Να δεις τι σου ‘χω για μετά» και «Στα καμένα».
Κάπου εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ξεκινά η ιδιαίτερα παραγωγική καλλιτεχνικά συνεργασία του με τον αρμένικης καταγωγής συνθέτη Ara Dinkjian προϊόν της οποίας αποτελεί ο εξαιρετικός δίσκος της Ελευθερίας Αρβανιτάκη «Τα κορμιά και τα μαχαίρια» (1994), με εννέα συνολικά στιχουργικές συμμετοχές του Μιχάλη Γκανά στο ομώνυμο του δίσκου τραγούδι αλλά και στα «Εγώ κρασί δεν έπινα», «Η καρδιά μου απόψε ξαγρυπνά», «Φύσα Ψυχή μου» κ.ά.
Με την Ελευθερία Αρβανιτάκη θα ξαναβρεθεί, το 1996, στα «Τραγούδια για τους μήνες», σε μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου, στον οποίο συνεισφέρει τέσσερα κομμάτια συνυπάρχοντας στιχουργικά με την Σαπφώ, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το υπέροχο «Του πόθου τ΄ αγρίμι»: «Του πόθου τ’ αγρίμι δεν τρώει δεν πίνει/Δεν ξαποσταίνει/Πεινάει για σένα διψάει για μένα/Και περιμένει…»
Την ίδια εκείνη χρονιά όμως ο Μιχάλης Γκανάς θα «συνομιλήσει» και με την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, στον δίσκο «Ασίκικο πουλάκη», με ερμηνευτή τον Βασίλη Λέκκα, γράφοντας του στίχους στα εννέα από τα δέκα συνολικά τραγούδια του:« Φωτιά στη Σμύρνη και στα μάτια μου καπνός/κι ώσπου να ρίξει μια βροχή ο ουρανός/ένα κορίτσι σε παλιά φωτογραφία/θα κλαίει χρόνια τους νεκρούς του καθενός…» λέει το ομώνυμο του δίσκου τραγούδι εκφράζοντας ιδανικά την μικρασιάτικη ρίζα του συνθέτη από την πλευρά της μητέρας του.
Ακολουθούν τρία τραγούδια, σε μουσική Παναγιώτη Καλαντζόπουλου για το δίσκο «Για τη συνήθεια του έρωτα» οιτ ερμηνεύει η Έλλη Πασπαλά ανάμεσα στα οποία και τα «Ενός λεπτού φιλί» και το «Λευκό μου γιασεμί».
«Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε/ Τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους/Παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε/ Ονόματα και βλέμματα και δρόμους…» τραγουδάει όλη η Ελλάδα το 1996 μαγεμένη από το υπέροχο τραγούδι των τίτλων της τηλεοπτικής σειράς «Λόγω Τιμής», «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια», που ερμηνεύει ο Γεράσιμος Ανδρεάτος. Στο νοσταλγικό αυτό κομμάτι του Δημήτρη Παπαδημητρίου και του Μιχάλη Γκανά θα συνοδεύει πολλές γενιές νέων από τότε και στο εξής.
Και φθάνουμε στο 1997, τη χρονιά που ο Μιχάλης Γκανάς θα γίνει μάρτυρας αλλά και «συνεργός» στην πρωτοποριακή μουσικά και εξαιρετικά δημοφιλή δισκογραφική συνεργασία του Γιώργου Νταλάρα με τον Γιουγκοσλάβο συνθέτη Γκόραν Μπρέγκοβιτς γράφοντας έξι τραγούδια για τον δίσκο «Θεσσαλονίκη-Γιάννενα με δυο παπούτσια πάνινα» μεταξύ των οποίων και το πολυτραγουδισμένο «Κι αν σε θέλω».
Την ίδια χρονιά ο Γιώργος Νταλάρας θα τραγουδήσει ένα ακόμη τραγούδι του Μιχάλη Γκανά, σε μουσική Μίνωα Μάτσα αυτή τη φορά. Είναι τα αγαπημένα «Καράβια στη στεριά»: «Ποιος είδε νύχτα με δυο φεγγάρια/ ποιος είδε ήλιο σαν αχινό/ κι ερωτευμένα πουλιά και ψάρια/ να κολυμπάνε στον ουρανό».
«Στον κόσμο του ελληνικού τραγουδιού, οφειλέτης» έγραφε με νόημα ο Μιχάλης Γκανάς στο βιβλίο με τους στίχους των τραγουδιών του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μελάνι».
Εμείς πάλι πέρα από τα εξαίσια ποιήματά του και τους υπέροχους στίχους του θα κρατήσουμε την παρακάτω, πολύτιμη σαν θησαυρό, φράση του: «Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση, κι εγώ που δεν διαβάζω, κινδυνεύουμε. Εσύ να χάσεις τα ποιήματα, κι εγώ τις αφορμές τους»!
Ειδήσεις σήμερα:
«Νιώθω σαν να το έχει ζήσει αυτό κάποιος άλλος» – Η ανάρτηση του πλανόδιου μουσικού μετά την αγκαλιά του Σταύρου Ξαρχάκου
Απελάσεις μεταναστών, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και δασμοί στα ξένα προϊόντα – Πώς ο Τραμπ θα υλοποιήσει τις υποσχέσεις του
Σε ποιους δρόμους της Αθήνας θα μπουν οι κάμερες των 37.000 ευρώ η μία;