Είναι αυτός που άφησε τα πάντα, κουβαλώντας την πολύτιμη συλλογή του με τα δισκάκια των 78 στροφών, για να μείνει μόνιμα στην Κόνιτσα, όπου συνέλαβε την ιδέα για ένα φεστιβάλ, το οποίο μόλις ολοκληρώθηκε με επιτυχία, συγκεντρώνοντας ανθρώπους κάθε ηλικίας, ξένους δημοσιογράφους και ερευνητές αλλά και κάθε περίεργο που ήθελε να δει πώς ένας τρελός μουσικολόγος έχει βάλει στοίχημα να κάνει την Ηπειρο κέντρο του κόσμου. Το «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των Νοτίων Βαλκανίων», όπως ονόμασε το φεστιβάλ που έλαβε χώρα από τις 9 έως τις 11 Ιουνίου στον πανέμορφο περιβάλλοντα χώρο από το σπίτι της Χάμκως, της μητέρας του Αλή Πασά, με τη σφραγίδα του Onassis Stegi, ολοκληρώθηκε με επιτυχία σπάζοντας τα σύνορα και συγκεντρώνοντας στην Κόνιτσα μουσικούς από όλα τα Βαλκάνια.
Δείτε το βίντεο: Κρίστοφερ Κινγκ: Ο Αμερικανός που ερωτεύτηκε το «ηπειρώτικο μοιρόλοϊ»
Είναι όντως συγκινητικό να βλέπεις τον Κρις -Κρις μου, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι και όπως του αρέσει να συστήνεται- να περιφέρεται στον χώρο φορώντας ένα από τα χαρακτηριστικά κεντητά καουμπόικα πουκάμισά του -φόρο τιμής στον τόπο καταγωγής του, τη Βιρτζίνια, την οποία συνέδεσε μέσω της μουσικής με την Ηπειρο- και να αγκαλιάζεται με τους νέους που γέμισαν ασφυκτικά τον χώρο, να χαιρετιέται με τους ηλικιωμένους του χωριού που δάκρυσαν ακούγοντας κάποιους από τους παλιούς ήχους που τους θύμιζαν δικές τους μοναδικές στιγμές, και με όλους όσοι ήρθαν από κάθε μέρος της Ελλάδας για να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να ξαναθυμηθούν ή να μάθουν, μέσα από τις αφηγήσεις του ίδιου στην αρχή του φεστιβάλ αλλά και σχετικά ντοκιμαντέρ, τη σπουδαιότητα της μουσικής της Ηπείρου.
Εχοντας πια την ελληνική ιθαγένεια που του απονεμήθηκε πρόσφατα για το έργο του στην προώθηση της ελληνικής μουσικής, ο Κρίστοφερ Κινγκ μπορεί να νιώθει και επίσημα ένας από εμάς, αν και το έχει αποδείξει, προ πολλού, με τα κείμενά του που όχι μόνο εξυμνούν τη βαθιά ουσία της δημώδους μας μουσικής, αλλά και τη σχέση της με τους αρχαίους μύθους και τη γη, με τους πανάρχαιους τρόπους που διασώζονται στον τρόπο που διασκεδάζουμε, θρηνούμε και αγαπάμε.
Ο ίδιος, πάντως, αγάπησε κάθε έκφραση αυτού του τόπου, από τους ανθρώπους μέχρι το τσίπουρο – «το υγρό που προέρχεται από τη συνουσία των αγγέλων», όπως το παρομοίωσε, τα πανηγύρια -για τα οποία ετοιμάζει άλλο ένα βιβλίο- αλλά και κάθε πέτρα και κάθε περήφανο δέντρο που είδε να στέκει αγέρωχο στους αιώνες για να του θυμίζει πως εδώ, ναι, σε αυτά τα αυθεντικά μέρη μπορεί ακόμα να παράγεται πρωτότυπη μουσική.
Δείτε το βίντεο: Γιατί είναι μαύρα τα βουνά
Για εκείνον, η Ηπειρος, όπως έγραφε και στο βιβλίο του «Ηπειρώτικο Μοιρολόι» (εκδόσεις Δώμα) είναι εξαίρεση από κάθε προσποίηση, ψευτιά και προσομοίωση: «Εξαίρεση είναι τούτος ο τόπος, η Ηπειρος όπου το ρολόι το κουρδίζουν οι πάντες. Κάθε χωρικός είναι μέρος της παλλόμενης κίνησης, της μετάδοσης της ζωτικής πνοής. Ο αρχαίος Ελληνας φιλόσοφος Πυθαγόρας υποστήριξε ότι οι πλανήτες παρήγαν μουσική καθώς διέσχιζαν τον ουρανό. Πίστευε ότι ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε ν’ ακούσει τη “μουσική των ουράνιων σφαιρών”. Πουθενά αλλού δεν μπορεί ένας άνθρωπος ν’ ακούσει τόσο καθαρά τις επουράνιες αρμονίες όσο στα βουνά της Ηπείρου» έγραφε ο Κινγκ – και το εννοεί.
Γι’ αυτό και σε αυτό το φεστιβάλ θέλησε με άξονα τη μουσική να φέρει κοντά όλες τις ηλικίες και να τους κάνει να σκεφτούν ξανά τις ρίζες τους αλλά με έναν μοντέρνο τρόπο -εξου και η παρουσία, ανάμεσα στους μουσικούς της παραδοσιακής μουσικής, σύγχρονων τράπερ όπως ο «Γέρος του Μοριά»- αποδεικνύοντας στην πράξη ότι το κλαρίνο είναι ο ήχος του μέλλοντος.
Εν ολίγοις, «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των Νοτίων Βαλκανιών» δεν ήταν τυχαία ο τίτλος του τριήμερου φεστιβάλ που ένωσε, για τρεις ολόκληρες μέρες, μπάντες από τη Νότια Αλβανία, τις «Ισοκράτισσες», τις Ελληναλβανίδες που τραγουδούν πολυφωνικά τραγούδια και που για πρώτη φορά κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τον τρόμο του μικροφώνου, βιρτουόζους του βιολιού όπως ο Ορελ Κίργιο και ο Κώστας Καραπάνος -οφείλω να ομολογήσω από τα καλύτερα βιολιά που έχω ακούσει στην Ελλάδα- αλλά και το σύνολο του Βασίλ Ζίου με την αυθεντική μπάντα του Soul of Myzeqe που αποτελείται από τέσσερις μουσικούς από τα χωριά γύρω από τη Λούσνια της κεντρικής Αλβανίας, οι οποίοι φορούσαν τα άσπρα καπελάκια του τόπου τους και κοστούμια στο κόκκινο χρώμα του οίνου που βλέπουμε στις παλιές ορθόδοξες εικόνες.
Παρούσα στο φεστιβάλ και η τρομερή Μπάσα Αριφόβσκα από τη Βόρεια Μακεδονία με το συγκρότημά της. Ολοι αυτοί συνευρέθηκαν όχι απλώς για να παίξουν τις μουσικές που διέσχισαν τον χρόνο και τα σύνορα αλλά για να μεταφέρουν το μήνυμα ότι η μουσική ενώνει τους λαούς παρά τους χωρίζει, ένα μήνυμα αγάπης, ορισμένο να υπερβεί τα τραχιά βουνά που υψώνονται από πάνω μας αιχμαλωτίζοντας ακόμα και τα σύννεφα. Σκέφτομαι ότι μόνο τυχαία δεν είναι η υποβλητική τραχύτητα του ήχου αλλά και η τρομερή αλήθεια του, την οποία διέκρινε ο Κινγκ και επανέφερε απενοχοποιημένα πλέον δείχνοντας ότι αγγίζει στ’ αλήθεια τις ψυχές όλων.
Σαν την ψυχή και την καρδιά του νεαρού κοσμηματοπώλη στη μακρινή Νέα Υόρκη, ο οποίος έχει ως μοναδική παρηγοριά, σε ένα μακρινό ελεεινό χρυσοχοείο όπου δουλεύει σκληρά, τα κλαρίνα, τα οποία ακούει από ένα γουόκμαν, η μόνη απόδειξη ότι η καρδιά της πατρίδας χτυπάει δυνατά ομολογώντας στο αφεντικό του που τον περιπαίζει ότι «Χωρίς αυτή τη μουσική δεν θα μπορούσα να ζήσω».
Ολα αυτά λαμβάνουν χώρα τη δεκαετία του ’80, στο ντοκιμαντέρ «Ο Περικλής στην Αμερική» του Τζον Κοέν που προβάλλεται στον πετρόχτιστο τοίχο του σπιτιού της Χάμκως και το οποίο αναφέρει ο Κινγκ στο βιβλίο του ως μια απτή απόδειξη της βαθιάς διείσδυσης που έχει η ηπειρώτικη μουσική στις καρδιές των ανθρώπων.
Δείτε το βίντεο: The Healing Music of Epirus | Christopher C. King | TEDxAthens
Είναι αυτός ο συνδυασμός ευθραυστότητας και τραχύτητας, που φαίνεται ξεκάθαρα σε αυτή την ακρώρεαο της Ελλάδας, την Κόνιτσα, που έκανε αυτούς τους ήχους να πάρουν για πάντα μια θέση στην καρδιά του Κινγκ: «Η μουσική είναι δύσκολη γιατί η ίδια η ζωή στην Πίνδο είναι αβέβαιη, αμείλικτη. Μ’ ένα φύσημα του ανέμου, τα πάντα μπορούν να εξαφανιστούν. Παρά τη σκληροτράχηλη όψη της, η Ηπειρος είναι εύθραυστη» γράφει στο βιβλίο του ο Κινγκ και αυτό φαίνεται στις διαμαντένιες φωνές από τις «Ισοκράτισσες», οι οποίες ανοίγουν το φεστιβάλ τραγουδώντας μοιρολόγια αλλά και παραδοσιακά που έμαθαν από τις μαμάδες και τις γιαγιάδες τους φορώντας χαρούμενα πράσινα φορέματα και κόκκινα λουλούδια – μια αντίστιξη, σκέφτομαι, στον πένθιμο υπερτονισμό των τραγουδιών.
Ισως όλα αυτά πάλι να φαίνονταν και να ακούγονταν διαφορετικά μακριά από την Κόνιτσα, με τη θέα των βουνών να μην επιτρέπει καμία αμεριμνησία, τον ήχο του ανέμου να διασχίζει τα τραγούδια και τα μαύρα σύννεφα να θυμίζουν ότι στην ηλιόλουστη χαρά παραμονεύει πάντα η καταιγίδα – αλλά και το αντίθετο. Γι’ αυτό και τους εξαίσιους, πένθιμους, στην αρχή, ήχους από το βιολί των Ορέλ Κίργιο και Κώστα Καραπάνου -δυο ανθρώπων που έχουν σπουδάσει σε βάθος τον παραδοσιακό ήχο-διαδέχονται τα ξεσηκωτικά τραγούδια που χαρίζουν στον κόσμο οι ίδιοι στήνοντας ένα αυτοσχέδιο γλέντι, σαν αυτά που ξέρουν να στήνουν οι Ελληνες, οι οποίοι δεν χρειάζονται κανένα επίσημο πλαίσιο για να γιορτάσουν.
Ακόμα και ένα φεστιβάλ μπορεί έτσι να μετατραπεί σε αφορμή για γλέντι, για τρελό «κέφι», όπως είπε κάποια στιγμή ο Κρίστοφερ Κινγκ, ο οποίος έσπευσε να σύρει πρώτος τον χορό. Είναι αυτός, άλλωστε, που αγάπησε με πάθος τα πανηγύρια, τα οποία έχει ζήσει από κοντά και από αυτά ανίχνευσε πολλούς από τους αυτοδίδακτους μουσικούς που είδαμε στο φεστιβάλ, οι οποίοι φάνηκαν να γίνονται ένα με τους μουσικούς από τα ωδεία, από όλα μέρη των Βαλκανίων. Το καλό είναι ότι το κλίμα του φεστιβάλ ξεσήκωσε όχι μόνο το κοινό αλλά και τους ίδιους τους μουσικούς, που συνέχισαν τα τραγούδια τους στον δρόμο και στις ταβέρνες όπου συναντιούνταν για να φάνε και να πιουν τσίπουρο.
Στο εξοχικό κέντρο, δίπλα στο εμβληματικό πέτρινο γιοφύρι της περιοχής, όπου βρεθήκαμε όλοι μαζί, μετά το πέρας της δεύτερης μέρας του φεστιβάλ, οι «Ισοκράτισσες» έστησαν έναν μονοφωνικό μουσικό «διάλογο» με τους Αλβανούς μουσικούς και ήταν τέτοια η συγκίνηση από τον κόσμο που τους άκουγε μαγεμένος, που θύμιζε τη σχεδόν μεταφυσική επίδραση που ασκούν αυτά τα τραγούδια, τα οποία μοιάζουν να διασχίζουν τα βάθη των αιώνων.
Στην Κόνιτσα, το μέρος που έχει ως τιμητικό «πολιούχο» τον Παΐσιο, ο οποίος είχε μονάσει στο μοναστήρι που βρίσκεται λίγο παρακάτω, δεν μπορεί παρά κομμάτια του παγανισμού και του Πάνα που κρυβόταν στα βουνά, να συναντάνε την Ορθόδοξη παράδοση και τα έθιμά της μέσα από κοινές εορταστικές συνθήκες – κυρίως μέσα από τη μουσική.
Απόδειξη τα διάφορα κινηματογραφικά ντοκουμέντα που δείχνουν τα βωβά φιλμάκια των αδελφών Μανάκια, δηλαδή των πρώτων κινηματογραφιστών των Βαλκανίων, που μεταφέρουν σκηνές από γλέντια, θρησκευτικές γιορτές, πανηγύρια σε διάφορα μέρη των Βαλκανίων στις αρχές του αιώνα. Στους αδελφούς Μανάκια είχε κάνει, άλλωστε, εκτενή αναφορά τιμώντας τους ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» θυμίζοντας ότι ο πρωτοποριακός κινηματογράφος δεν είναι μόνο ζήτημα της Δύσης αλλά και αυτού του παράδοξου βαλκανικού γονιδίου, αυτού του απόκοσμου, πένθιμου σύμπαντος που τόσο τίμησε ο αξέχαστος σκηνοθέτης στις ταινίες του.
Βλέποντας τα μισογκρεμισμένα πέτρινα σπίτια, πανέμορφα στημένα από περήφανους τεχνίτες, στο κέντρο της Κόνιτσας, σκέφτομαι σκηνές από την αγγελοπουλική «Αναπαράσταση», τα ιστορικά τραύματα, τον θάνατο που ήταν συνδεδεμένος με την ίδια την ύπαρξη του Γράμμου, τα σπίτια που όλο θρηνούσαν και κάποιον δικό τους διοχετεύοντας το άγος στη δύναμη της μουσικής. Ολα αυτά τα τίμησε το φεστιβάλ που ξεκίνησε με παλιά ηχογράφηση από το «Μαύρα τα βουνά» όπου μέσα από τους ήχους αναπαριστάται αυτή η εικόνα της παλιάς Ελλάδας και η μουσική που είχε να κάνει με την ύπαρξη και το βίωμα. Αυτή αγάπησε ο Κινγκ ομολογώντας πως η πρώιμη αγροτική Ελλάδα τού έφερνε στον νου κάτι από τις εικόνες της δικής του πατρίδας και τους ήχους από το δυτικό Μισισίπι ή τη νοτιοδυτική Λουιζιάνα στις αρχές του περασμένου αιώνα.
«Δεν ήταν μουσική για τους σπουδαίους και τους γραμματιζούμενους. Αντίθετα, όπως λέει ο Αριστοτέλης στο 8ο βιβλίο των Πολιτικών του, η μουσική ήταν “γιατρειά του πόνου που προκαλεί ο θάνατος (της γαρ δια των πόνων λύπης ιατρεια τις εστίν)» επισημαίνει ο Κινγκ υπερτονίζοντας τις αναλογίες. Δεν είναι τυχαίο ότι, όταν ο πολιτογραφημένος πλέον Ελληνας μας βάζει να ακούσουμε ζωντανά τα δισκάκια με τα πένθιμα μπλουζ από τα μέρη του, που μοιάζουν τόσο κοντά στα παλιά ηπειρώτικα, τον χειροκροτούν όλοι με θέρμη. Για τον ίδιο, όμως, όλα αυτά δεν είναι εξωτικά ακούσματα, αλλά αυθεντικά κομμάτια ενός κοινού κόσμου που φαίνεται πια να ριζώνει, εκτός από τη Βιρτζίνια, σε αυτές τις ηπειρώτικες πέτρες όπου έχει στήσει μόνιμα το σπιτικό του.
Ωστόσο, επειδή τα πένθιμα μοιρολόγια συνομιλούν με τους διονυσιακούς ήχους που βγάζουν τα νταούλια, οι τσαμπούνες, τα κλαρίνα και τα βιολιά, δεν θα μπορούσε ένα τέτοιο φεστιβάλ να μην ολοκληρωθεί με τον πιο ξεσηκωτικό τρόπο. Ο διονυσιασμός του γκρουπ «Εβρίτικη Ζυγιά» με την τσαμπούνα, τα κρουστά και παραδοσιακά ακούσματα από τη γη του θεού του κρασιού, τη Θράκη, αλλά και την υπέροχη φωνή της τραγουδίστριάς τους Κατερίνας Δούκα, έβαλαν στον χορό όλους τους νέους, οι οποίοι δεν έπαψαν να τραβούν με το κινητό τους το θέαμα.
Επιπλέον, φάνηκαν να δένουν τέλεια με το παραδοσιακό συγκρότημα της Μπάισα Αριφόσκα, Ρομά, μεγάλη σταρ των Βαλκανίων, που προηγήθηκε. Η μόνη διαφορά που διέκρινες ανάμεσα σε αυτές τις μουσικές, ήταν στη γλώσσα, απόδειξη ότι τόσο η ψυχή, το ταμπεραμέντο, τα όργανα και ο τρόπος ζωής στα Βαλκάνια διαπερνούν τους αιώνες και ενώνουν τους κατοίκους παρά τους χωρίζουν. Γιατί, σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνει άριστα ο Κινγκ «η μουσική δεν είναι απλώς μια όψη του πολιτισμού, είναι ο πολιτισμός ο ίδιος».
Ποιες έδρες αλλάζουν χέρια σε νέα Βουλή με 7 κόμματα
—————-
Οδηγός εκλογών 2023: Πώς ψηφίζω – Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για την ΝΕΑ εκλογική αναμέτρηση
Εκλογές 2023: Όλες οι ειδήσεις για την ΝΕΑ εκλογική αναμέτρηση, τον προεκλογικό αγώνα των κομμάτων, τις δημοσκοπήσεις, τα αποτελέσματα των εκλογών, τα exit polls.
Αποτελέσματα εκλογών 2023: Δείτε LIVE μέσω διαδραστικού χάρτη όλα τα αποτελέσματα της επικράτειας