Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά, εύχομαι ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω

Βαθιά εξομολογητικός, όσο δεν έχει υπάρξει ποτέ στα 80 του χρόνια, ασκώντας σκληρή αυτοκριτική για τα πάθη του και τα λάθη του στην επαγγελματική αλλά και στην προσωπική του ζωή και αποκαλύπτοντας το αληθινό πρόσωπο πίσω από τον ρόλο που ο ίδιος έπλασε για τον εαυτό του, είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Και είναι αυτή η απρόσμενη, ωμή και γενναία ειλικρίνειά του αλλά και ο ευφυής, απολαυστικός τρόπος γραφής του -η διήγηση ιστοριών υπήρξε, άλλωστε, διαχρονικά ένα από τα πιο δυνατά του όπλα-, που γοητεύουν, παρασύρουν αλλά και ξαφνιάζουν τον αναγνώστη.

Γιατί ο Σαββόπουλος ήταν πάντα ανεβασμένος σε ένα βάθρο, άπιαστος και γεμάτος αντιθέσεις που γεννούσαν εύλογες απορίες: οικείος αλλά την ίδια στιγμή και απόμακρος, δυναμικά παρών αλλά και ακριβοθώρητος, ευγενής αλλά και ιδιόρρυθμος, εξαιρετικός συνομιλητής αλλά και δογματικός στις κατά καιρούς απόψεις του. Το γεγονός λοιπόν ότι συνειδητά επέλεξε να κατέβει από αυτό το βάθρο, να βγάλει την πανοπλία του μύθου του και να εκτεθεί δημόσια αποδεικνύει όχι μόνο το θάρρος του, αλλά και τη βαθιά επιθυμία του να ζητήσει τον λογαριασμό της ζωής του και να τον εξοφλήσει.

Οι συγγνώμες

Τα «χρέη» του αρκετά και σε πολλούς, όπως ο ίδιος παραδέχεται. Πρώτα απ’ όλα, στα παιδιά του, τα δύο αγόρια του, στα οποία δεν στάθηκε, πάντα, καλός πατέρας, όπως ο ίδιος εξομολογείται βαθιά μετανιωμένος.

«Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι, μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες”… Τα μάλωνα κι από πάνω ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου…».

Οταν χρόνια αργότερα ζήτησε συγγνώμη από τον έναν γιο του για όσες φορές τον χτύπησε ή τον πρόσβαλε, εκείνος του έδωσε την ειλικρινέστατη, απολύτως δικαιολογημένη αλλά και σκληρή απάντηση: «Ναι, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ». Κι όταν πάλι επανέφερε το θέμα σε ένα οικογενειακό τραπέζι δεν πήρε τις απαντήσεις που θα ήθελε, που είχε ανάγκη να ακούσει για να καταλαγιάσουν οι τύψεις του. Το ομολογεί, άλλωστε, ευθαρσώς στο βιβλίο: «Τη θέλω πολύ αυτή τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω».

Στην εκ βαθέων εξομολόγησή του δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στη γυναίκα της ζωής του, την Ασπα, με την οποία έχει πορευτεί πλάι-πλάι, επί δεκαετίες, στα εύκολα και τα δύσκολα. Ούτε αυτή την ιδανική στα μάτια του κόσμου σχέση, όμως, την ωραιοποιεί. Το αντίθετο. Παραδέχεται ότι υπήρξαν φορές που έφτασαν στον χωρισμό, πως οι συνθήκες της δουλειάς του και οι πειρασμοί τον απομάκρυναν κατά καιρούς από κοντά της και μάλιστα για κάποιους μήνες έζησαν χωριστά. Ο τρόπος ωστόσο με τον οποίο αναγνωρίζει τα λάθη του και η επιλογή του να μπει στη θέση της γυναίκας του, να τη νιώσει, να την καταλάβει και να τη δικαιώσει εντέλει είναι δείγμα ευφυΐας, γενναιότητας και βαθιάς αγάπης.






Με τη σύζυγό του Ασπα στο σπίτι τους ανταλλάσσουν ευχές λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου

«Μερικές φορές κοντέψαμε (να χωρίσουμε) αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες και επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν ένα μικρό παιδί που το βάζεις σ’ ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τρενάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε ν’ αγγίζω τίποτα, μόνο να βλέπω. “Παντρειές μού ήθελες, να τώρα”! Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορούσα να κρατάω μυστικά από τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα. Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό; Οχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το παγερό πράσινο βλέμμα της. Ημουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόμουν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα. Ετσι ήμουν τότε…».

Δεν είναι όμως αυτές οι μοναδικές συγγνώμες που συναντάμε στο βιβλίο του. Ο Νιόνιος καταγγέλλει τον εαυτό του για αρκετές ακόμη φορές που αδίκησε ή συμπεριφέρθηκε άσχημα σε κάποιους ανθρώπους, καθώς, όπως υπογραμμίζει με νόημα, και οι μουσικοί «ανθρωπάκια είμαστε κομπλεξικά, ανασφαλή, με πληγωμένο εγώ, ενίοτε φθονερά και μισαλλόδοξα που όταν αρχίζουμε να παίζουμε κάτι ή να τραγουδάμε, ισορροπούμε, καλυτερεύουμε, θαρρείς και ομορφαίνουμε».




Διονύσης Σαββόπουλος: Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά, εύχομαι ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω


Το εξώφυλλο του βιβλίου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάτακη, φιλοτέχνησε ο Αλέξης Κυριτσόπουλος

Οι συγγνώμες του απευθύνονται, μεταξύ άλλων, στον Θάνο Μικρούτσικο -«Τι τσιγκουνιά ήταν αυτή εκ μέρους μου;» αναρωτιέται αναφερόμενος στο ότι δεν ανταποκρίθηκε στις επανειλημμένες προσπάθειές του να αποκαταστήσουν την ψυχρή, χωρίς σημαντική αιτία, σχέση τους-, στον Γιώργο Νταλάρα για τον τσακωμό τους στη μεγάλη συναυλία του ’83 στο Ολυμπιακό Στάδιο -«εξαιτίας μιας γαϊδουριάς μου», παραδέχεται χωρίς περιστροφές-, αλλά και στον στενό του φίλο και φωνή των «Αχαρνέων» του Νίκο Παπάζογλου – «Εχασα την ευκαιρία ο ηλίθιος τότε στην Κρήτη ν’ αγκαλιαστούμε πάλι». Και από τότε δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Τα κόμματα και η αποκαθήλωση

Το όνομα και τα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου συνοδεύονταν ανέκαθεν από μια χροιά πολιτική. Επί σειρά ετών ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τους αγώνες και τα μηνύματα της Αριστεράς με την οποία άλλωστε και ο ίδιος συντασσόταν στα νεανικά του χρόνια. «Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Οχι μάταια. Εφηβοι ήμασταν και αυτά ακριβώς τα χρόνια είναι που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια και όχι οι πολιτικές τους», διευκρινίζει στην αυτοβιογραφία του εξηγώντας στη συνέχεια τους λόγους που τον απομάκρυναν από τον πολιτικό αυτό προσανατολισμό και τον οδήγησαν σταδιακά στην απέναντι όχθη, με μονοπάτι πάντα τη μουσική του.

«Με το “Κούρεμα” έκανα στροφή στη Δεξιά μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του. Ηταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης και εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς, η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φθηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί Αριστεροί που, δικαιολογημένα, μισούσαν τη Δεξιά, επειδή κάποτε τους ταπείνωσε και τους ανάγκασε να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, αλλά και δεν τους έφυγε ποτέ και ο ανομολόγητος θυμός τους για την ίδια τους την Αριστερά που τους έμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχτηκε το ΠΑΣΟΚ μετακόμισαν σύσσωμοι. Το ΠΑΣΟΚ έγινε το καταφύγιο κάθε πληγωμένου εγωισμού. Ασε δε τον λαϊκισμό του. Ηταν τόσο ακαταμάχητος, που επηρέασε βλαπτικά όλο το πολιτικό σύστημα, όλα τα κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός», περιγράφει ο ίδιος με νόημα.

Μπορεί, λοιπόν, να μετανιώνει για πολλά, αλλά για τους «Κωλοέλληνες», το τραγούδι που έγινε η σημαία του πιο αμφιλεγόμενου δίσκου της μουσικής διαδρομής του, δεν μετανιώνει: «Τον κωλοελληνισμό, που είναι η βαριά κληρονομιά όλων μας, τον κρατούμε λίγο πολύ υπό έλεγχο. Αλλά όταν ξεσπάει συλλογικά, δεν ξέρεις πού να κρυφτείς. Παύει να έχει σημασία αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί, και γινόμαστε ένας συρφετός από ανθρώπους φθονερούς και λυσσασμένους για εξουσία».

Η συμβουλή

Το πλήρωσε ακριβά ο Σαββόπουλος, είναι η αλήθεια, αυτό το τραγούδι και τον δίσκο του ’89 που το περιείχε. Το πολυπληθές και φανατικά κοινό του, όλοι εκείνοι που τον αποθέωναν, λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, για τα «Τραπεζάκια έξω», στράφηκαν οργισμένοι εναντίον του. «Η ρήξη μου με το κοινό το ’88-’89 με το “Κούρεμα” στο “Zoom” της Πλάκας ήταν η σκληρότερη της ζωής μου, αλλά την άντεξα. Το ’χω κάπως σαν παράσημο… Ο κόσμος είχε πλέον ψυχρανθεί μαζί μου, είχα πια τον ανθρωποδιώχτη. Εφθασα να παίζω στο άδειο “Zoom” με καμιά εικοσαριά όλους κι όλους πελάτες, που επιπλέον δεν με άντεχαν, με προπηλάκιζαν, σηκώνονταν κι έφευγαν… Μου πετούσαν δεκάρες στη σκηνή, φώναζαν “αίσχος”, αποχωρούσαν απ’ την αίθουσα. Με πλεύριζαν έξαλλοι οδηγοί στα φανάρια και με ψέλνανε με αγριεμένο μάτι, με ξεφώνιζαν διαβάτες απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. Αλλοι γράφανε βρισιές στον τοίχο του σπιτιού μας, ότι είμαι προδότης, ότι πουλήθηκα…» διηγείται για την πιο σκοτεινή πλευρά της προσωπικής διαδρομής του.

Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ; Περιορίζεται στη γενική αλλά απολύτως απαξιωτική διατύπωση: «Σκέπτομαι μόνο όλη αυτή τη γοητευτική ιστορία της ανανεωτικής Αριστεράς, πώς ξεκίνησε και πώς έφτασε σιγά-σιγά να είναι αυτό», ενώ περιγράφει με περισσή γλαφυρότητα την αντίδρασή του μόλις πληροφορήθηκε το κλείσιμο των τραπεζών, λίγο προτού μπει στο χειρουργείο για επέμβαση by-pass όταν φώναζε από το φορείο στους δικούς του: «Σηκώστε τα! Στη Eurobank τα ’χω».

Πλέον έχοντας διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού του ταξιδιού, άλλοτε μ’ ένα «Φορτηγό» κι άλλοτε πάλι «Με αεροπλάνα και βαπόρια», είναι έτοιμος να παραδώσει τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές, μαζί με μια συμβουλή: «Εσείς, νεότερα παιδιά αυτής της πολιτείας, που με την ιερή της τρέλα και το πάθος της γέννησε τη Δημοκρατία, προστατέψτε την. Προστατέψτε τη Δημοκρατία της μικρής μας χώρας. Να ζήσει ο τόπος μας, να ζήσει η Δημοκρατία μας».

Φωτογραφία: NDP Photo Agency

Ειδήσεις σήμερα:

Ντόναλντ Τραμπ: Επιστρέφει στον Λευκό Οίκο – Αυτή την ώρα η συνάντηση με Μπάιντεν, στις 19:00 η ορκωμοσία

«Ήθελαν να με σκοτώσουν, μου την είχαν στήσει», λέει ο Στέφανος Κοκολογιάννης για τη βεντέτα στο Ηράκλειο

Νέο βίντεο από τους πυροβολισμούς στο Ηράκλειο – Η στιγμή που ο δράστης κινείται στο διάδρομο κρατώντας το όπλο 



Πηγή