Του ζητώ έναν πρόχειρο απολογισμό της μακράς πορείας του. «Σε αυτά τα 50 χρόνια διαδρομής υπάρχουν κάποια κενά και μερικές κορφές, οι οποίες μπορούν να εκληφθούν και ως ένα δημιουργικό κρεσέντο. Η πορεία αυτή χαρακτηρίζεται από ορισμένα έργα που καθόρισαν και την εξέλιξη της δουλειάς μου. Οταν μπαίνεις στο ατελιέ, νιώθεις ότι είσαι αντιμέτωπος με πολλούς δρόμους. Είναι όπως στη ζωή, πρέπει να ακολουθήσεις έναν. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εξελίχτηκα, ωρίμασα καλλιτεχνικά. Οταν έκανα, για παράδειγμα, τον “Ποιητή” στην Κύπρο, το 1983, άνοιξε ένας δρόμος. Το ίδιο συνέβη και με τον “Ορίζοντα” στη Θεσσαλονίκη, αλλά και με το “La Morgia” στα Απέννινα Ορη. Τα “Συγκοινωνούντα Δοχεία” που έκανα στον Ρέντη στη συνέχεια ταξίδεψαν στο Παλμ Μπιτς, στο Σαλέρνο, μετά στην Ελβετία κ.ά. Ηταν ουσιαστικά μια επαγγελματική εξέλιξη», λέει καθώς απολαμβάνουμε τον εσπρέσο μας.
Σκέφτομαι ότι ο «Δρομέας», που από το 1994 έχει τοποθετηθεί στην πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής, απέναντι από το «Χίλτον», ήταν το έργο που τον σύστησε στο κοινό της Αθήνας. «Η σύνθεση είναι κεντρική και προέρχεται από μια μακρινή ελληνική παράδοση που συνενώνει το πνεύμα με την ύλη, κουβαλώντας τα χαρακτηριστικά των διάφορων ρευμάτων της κλασικής περιόδου: αρμονία και ισορροπία.
Τα μεγάλα γυάλινα φτερά πιέζουν για να αποκτήσουν σχέση με το αστικό τοπίο», εξηγεί για την εμβληματική εγκατάσταση. «Η καλλιτεχνική δράση σε δημόσιο χώρο είναι αναμφισβήτητα μια πολιτική πράξη. Οταν μιλάς στο πλατύ κοινό, είναι ένας διάλογος με τον κόσμο. Ο “Δρομέας”, για παράδειγμα, αποδεικνύει τη σχέση με την πόλη και την εξελικτικότητα του ανθρώπου μέσα σε αυτήν. Υπό αυτή την έννοια, όλα μου τα έργα έχουν μια επαναστατικότητα. Τι σημαίνει επαναστατικότητα; Εξελίσσω το υπάρχον».
Πόσο ανοιχτή θεωρεί, όμως, ότι είναι η Ελλάδα στις καινοτομίες; «Η ελληνική κοινωνία είναι μια βυζαντινή κοινωνία, επομένως υπάρχει μια στατικότητα. Η επαναστατικότητα δεν είναι στο βαθύ DNA του Ελληνα. Οπότε κάθε μορφή εξελικτικότητας έρχεται από το εξωτερικό και γίνεται με τραυματικό τρόπο. Ο “Δρομέας” ήταν ένα σοκ για την Αθήνα. Συνάντησε πολλές αντιδράσεις γιατί δεν υπήρχε μέχρι τότε ένα παρόμοιο σημείο αναφοράς. Φανταστείτε ότι ένας δημοσιογράφος έγραψε τότε ότι είναι “πανομοιότυπος των Παρισίων” – για να δηλώσει φαντάζομαι ότι το έργο είχε μια ευρωπαϊκή υπόσταση».
Τον ρωτώ κατά πόσο η κριτική επηρεάζει τη δουλειά του. «Υπάρχει ο κριτικός λόγος, αλλά υπάρχει και η σχέση του έργου με τον πολίτη. Ο κριτικός λόγος είναι μια διαδικασία προσέγγισης και αντίληψης του πραγματικού χρόνου. Προσπαθεί να αντιληφθεί το πολιτισμικό φαινόμενο του παρόντα χρόνου. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Δεν βλέπεις το παρελθόν και δεν μπορείς να προβλέψεις το μέλλον.
Ο καλλιτέχνης το κάνει! Υπάρχει όμως και η σχέση του έργου με τον άνθρωπο. Για τους Αθηναίους, ο “Δρομέας” είναι πλέον ένα αγαπημένο έργο που αποπνέει ένα αισιόδοξο μήνυμα, αφού δείχνει μια κίνηση προς τα εμπρός».
Παρά τη διεθνή καταξίωση, ο Βαρώτσος διατηρεί έναν σπάνιο παιδικό ενθουσιασμό. «Συχνά εκπλήσσομαι κι εγώ ο ίδιος με την αφέλεια που αντιμετωπίζω τα έργα μου. Κάνω έργα πολύπλοκα, πολύ δύσκολα, πολύ επικίνδυνα, όλα πολύ. Και αντιμετωπίζω το καθένα απ’ αυτά σαν ένα πραγματάκι μικρό και απλό. Αυτό εμπεριέχει έναν παιδικό ενθουσιασμό, ο οποίος είναι απαραίτητος για να ξεπεράσεις τη λογική και το φιλτράρισμα της σκέψης. Ο μεγάλος εχθρός της δημιουργίας είναι ο φόβος», επισημαίνει. «Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές που έχω φοβηθεί. Τα μεγέθη και οι ενέργειες είναι τόσο δυνατές που μπορεί να σε τρομάξουν. Οταν, 27 ετών, έφτιαχνα τον “Ποιητή” πλάι στην Πύλη της Αμμοχώστου στην Κύπρο -σήμερα βρίσκεται στην Πλατεία Ελευθερίας -, δουλεύοντας τα υλικά τού γύριζα την πλάτη.
Ειδικά όταν το έργο είχε προχωρήσει και είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται. Γύριζα την πλάτη και ένιωθα μια παρουσία πίσω μου. Δεν μπορούσα να τον κοιτάξω κατάματα, ένιωθα απειλή», ομολογεί για το πρώτο μεγάλων διαστάσεων τρισδιάστατο δημιούργημά του. Εκείνο που χρειάστηκε περισσότερο χρόνο ήταν το «La Morgia», το οποίο υλοποιήθηκε στα Απέννινα Ορη της Ιταλίας και για τις ανάγκες του οποίου ο Κώστας Βαρώτσος εγκαταστάθηκε στην περιοχή για έναν ολόκληρο χρόνο, ζώντας στο ορεινό τοπίο σε όλες του τις εποχές. «Και να φανταστείς ότι είμαι παιδί της θάλασσας», αναφέρει χαμογελώντας. Αξιζε σίγουρα τον κόπο όμως, αφού το συγκεκριμένο γλυπτό, όπως και πολλά άλλα με την υπογραφή του Κώστα Βαρώτσου, αποτελούν σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη τέχνη.
Τα πρώτα του έργα είχαν ως πρώτη ύλη το πλεξιγκλάς. Γρήγορα όμως συναντήθηκε με το γυαλί, το οποίο τιθάσευσε. Για τον διεθνή Ελληνα εικαστικό το γυαλί, το σίδερο και η πέτρα χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα ως στήριγμα και ύλη. Το γυαλί με τη διαφάνειά του, σκληρό αλλά ταυτόχρονα εύθραυστο, σπάει σε αιχμηρά θραύσματα και τοποθετείται σε μια αρμονική σχέση με το φως. Μεγάλα βιομηχανικά και άχρωμα θραύσματα, διατεταγμένα ως βυζαντινά υφάσματα και εντέχνως τοποθετημένα, σαν να θέλουν να ξεπεράσουν το ίδιο το υλικό, σχεδόν εισβάλλουν στο πεδίο της αφαίρεσης. Πολλές πόλεις και μουσεία του κόσμου φιλοξενούν τα έργα του και ο ίδιος συνεχίζει να εμπνέεται, να δημιουργεί και να εκπλήσσει.
Στα επόμενα projects του συγκαταλέγεται το μνημείο που ετοιμάζει για να τοποθετηθεί μπροστά από το υπουργείο Αμύνης, αλλά και η αλλαγή ολόκληρης της πρόσοψης του ΓΕΣ. Οσον αφορά το δεύτερο, πρόκειται ουσιαστικά για ένα αρχιτεκτονικό έργο. Αλλωστε, όπως ο ίδιος συνηθίζει να λέει, «αν η Τέχνη είναι η γυναίκα μου, η Αρχιτεκτονική είναι η ερωμένη μου». Παράλληλα, δουλεύει και έργα για κάποια αραβικά κράτη.
Λίγοι καλλιτέχνες έχουν την τύχη μιας τόσο μαζικής αναγνώρισης όσο εκείνος. «Η Τέχνη είναι μια γενναιόδωρη προσφορά ευτυχίας προς τον άνθρωπο. Οταν βλέπεις, για παράδειγμα, τον Ερμή του Πραξιτέλη είναι δύσκολο να μη νιώσεις ευτυχισμένος άνθρωπος», λέει χαρακτηριστικά. «Η Τέχνη είναι και ένα κυνήγι προς τη σωτηρία. Τελικά την έβγαλα καθαρή, “σώθηκα”. Ονειρευόμουν πράγματα που είχαν μέσα τους το στοιχείο του αδύνατου. Κι όμως, υλοποιήθηκαν. Το να φτάσεις στο σημείο του συντονισμού μεταξύ του ανέφικτου και του εφικτού είναι σαν να οδηγείς σε F1. Oδηγούσα ήρεμα όμως, κι ας έτρεχα με 400 την ώρα. Αυτό το μήνυμα έχω να δώσω και στους νέους: κυνηγώντας το αδύνατο, το κάνεις δυνατό. Είχε δίκιο η γιαγιά τελικά, “ο άνθρωπος ό,τι θέλει, το κάνει”».