Έλαμψε, τραγούδησε τα πάντα και έφυγε στα 96 του

«Μου αρέσουν τα αστεία πράγματα στην ζωή, αυτά που μπορούν να συμβούν μόνο σε μένα» έλεγε ένα βράδυ του 1974 στον μουσικοκριτικό Γουίτνι Μπάλιετ ο Τόνι Μπένετ εξιστορώντας του μια ιστορία.
«Κάποτε, όταν τραγούδαγα το «Lost in the stars» του Κουρτ Βάιλ στο Χόλιγουντ Μπόουλ με την ορχήστρα του Κάουντ Μπέιζι και τον Μπάντι Ριτς ντράμερ, ένα πεφταστέρι πέρασε πάνω από το κεφάλι μου και όλοι μιλούσαν γι’ αυτό. Το επόμενο πρωί χτύπησε το τηλέφωνο και στην γραμμή ήταν ο Ρέι Τσαρλς τον οποίο δεν είχα γνωρίσει ποτέ ο οποίος καλούσε από τη Νέα Υόρκη. Μου είπε «Ει Τόνι, πως το έκανες αυτό;»

Ο Τόνι γέλασε, με αυτό το χαρακτηριστικό γέλιο ενός αληθινού σταρ στο αστείο του Ρέι για ένα πεφταστέρι που μεγαλούργησε μόνο για λίγο.

Αυτός από την άλλη μεγαλούργησε στον χώρο της μουσικής για εφτά σχεδόν δεκαετίες πριν διακτινιστεί για κάπου αλλού αυτή την Πέμπτη σε ηλικία 96 ετών.

Ήταν ο τελευταίος της μεγάλης γενιάς των crooner, ένας παθιασμένος ερμηνευτής που συνδύαζε άψογα το στυλ ενός Ιταλού τροβαδούρου που όμως σάρωσε τραγουδώντας αυτό που αποκαλούμε The Great American Songbook χωρίς να παρεκκλίνει σε άλλα είδη.

Ενεργός μέχρι πριν ένα χρόνο κι ας είχε διαγνωστεί με Αλτσχάϊμερ, ο Τόνι ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς πολύ μεγάλων φωνών που κράτησαν δημοφιλή τα πολυπαιγμένα αμερικάνικα jazz standards και τα τραγούδια μιας άλλης εποχής.

Το πόσο σπουδαίος ήταν φάνηκε όταν διάσημες φωνές όπως η Έιμι Γουέϊνχαουζ και η Λέϊντι Γκάγκα τραγούδησαν μαζί του στο στούντιο όταν ηχογραφούσε τα περίφημα «Duets».

Τότε ήταν 84 ετών και συνέχιζε ακόμη να κάνει αυτό που λάτρεψε νεαρός ακόμη, ενώ όταν οι δημοσιογράφοι των ρωτούσαν αν έχει βαρεθεί μετά από τόσα χρόνια να τραγουδάει το μυθικό hit του «I left my heart in San Francisco» στις εμφανίσεις του απαντούσε: «Εσείς έχετε βαρεθεί να κάνετε έρωτα;»



Τα πρώτα χρόνια και ο «νονός» Μπομπ Χόουπ

Η πρώτη στριγκιά του ακούστηκε στις 3 Αυγούστου του 1926 σε μια κλινική του Queens, μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα που η Νέα Υόρκη «έβραζε».

Μεγαλώνοντας έμαθε ότι ο πατέρας του Τζοβάνι και η μητέρα του Άννα ήταν πρώτα ξαδέρφια αφού οι μανάδες τους ήταν αδερφές και ο γάμος τους προέκυψε μετά από συνοικέσιο.

Ο μικρός Άντονι Ντόμινικ Μπενεντέτο θα χάσει τον μπαμπά του που ήταν μπακάλης όταν είναι μόλις δέκα ετών, αφού τον ταλαιπωρούσαν σχεδόν πάντα προβλήματα υγείας.

Είχε προλάβει όμως να «μπολιάσει» στον πιτσιρικά του την αγάπη για τη μουσική, αφού του τραγουδούσε παραδοσιακά Ιταλικά τραγούδια, ενώ ο μικρός είχε έφεση τόσο στο σχέδιο όσο και στην ζωγραφική.


Τραγούδησε πρώτη φορά σε κοινό εκείνη την περίοδο ενώ πήγε Γυμνάσιο στο High School of Art & Design του Μανχάταν, όχι όμως για πολύ αφού τα παράτησε και έκανε διάφορες δουλειές, όπως το να βγάζει φωτοτυπίες για τους δημοσιογράφους του Associated Press ή να χειρίζεται το ασανσέρ σε ουρανοξύστες.

Σταδιακά άρχισε να τραγουδάει σε διάφορα μαγαζιά με το όνομα Τζόε Μπάρι όταν του ήρθε το χαρτί για να παρουσιαστεί στον στρατό, λίγο πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Πολέμησε στο μέτωπο ενώ μετά την παράδοση της Γερμανίας τραγούδησε με στρατιωτικές ορχήστρες πριν επιστρέψει τον Αύγουστο του 1946 στη Νέα Υόρκη.

Έκανε κάποια μαθήματα φωνητικής και ξεκίνησε να εμφανίζεται σε διάφορα κλαμπ του Μανχάταν, του Κουίνς και σε ένα συγκεκριμένο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ.

Εκεί τον άκουσε ο μεγάλος Μπομπ Χόουπ που απαίτησε από τον ιδιοκτήτη να μείνει ο νεαρός, από τον οποίο ζήτησε μετά να ανοίγει το πρόγραμμα στο θέατρο «Πάραμαουντ» όπου ήταν το πρώτο όνομα.

Έθεσε όμως έναν όρο, να αλλάξει το καλλιτεχνικό του όνομα, αφού το Τζόε Μπάρι δεν του άρεσε και το Άντονι Μπενεντέτο ήταν πολύ μεγάλο. Μετά από σκέψη ο «νονός» σκέφτηκε το Τόνι Μπένετ και τα καλύτερα μόλις άρχιζαν…

Συνεργασία-έκπληξη Lady Gaga και Tony Bennett



Η γέννηση ενός μύθου

Ο παραγωγός της Columbia Μιτς Μίλερ, ήταν αυτός που επέμενε να υπογράψει ο Τόνι Μπένετ στην εταιρία και αυτός που τον έβαλε στο στούντιο για πρώτη φορά, προκειμένου να ερμηνεύσει το «Boulevard of broken dreams».

Το 1951 το «Because of you» καρφώνεται στο Νο 1 και ο 25χρονος Τόνι αρχίζει να ανεβαίνει στο μουσικό στερέωμα, αφού μετά συνεργάζεται με τον Κάουντ Μπέιζι και την ορχήστρα του, ενώ αργότερα περιοδεύει για πρώτη φορά και εμφανίζεται στο Λας Βέγκας.

Το 1961 μετά από μια εμφάνιση στο Άρκανσο, ο πιανίστας του παίζει ένα τραγούδι, γραμμένο από τους Τζορτζ Κόρι και Ντάγκλας Κρος, το οποίο ήταν παρατημένο σε ένα συρτάρι για δύο χρόνια.

Ο Μπένετ το λατρεύει και το ηχογραφεί τον Ιανουάριο του 1962, χωρίς ίσως να φαντάζεται ότι το «I left my heart in San Francisco» θα σημάδευε την καριέρα του.

Εξαιτίας του θα κερδίσει τα πρώτα δύο βραβεία Γκράμμι από τα είκοσι συνολικά της καριέρας του και θα γίνει διάσημος σε όλο τον κόσμο, ενώ πάρα πολλοί νόμιζαν για χρόνια ότι είναι από τον Σαν Φρανσίσκο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η μουσική αλλάζει, το ροκ σαρώνει σχεδόν τα πάντα στο πέρασμά του και ο πρόεδρος της Columbia Κλάιβ Ντέιβις σχεδόν εξαναγκάζει τον Τόνι να ηχογραφήσει ένα δίσκο με γνωστές επιτυχίες όπως το «Eleanor Rigby» των Μπιτλς.

Χρόνια μετά μιλώντας με ένα δημοσιογράφο θα δηλώσει ότι όταν τον ηχογραφούσε ήθελε να κάνει εμετό, ενώ η σχέση του με την συγκεκριμένη δισκογραφική θα τερματισθεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘70.

Tony Bennett, Amy Winehouse - Body and Soul (from Duets II: The Great Performances)



Η κορυφή, οι θρίαμβοι και το δράμα

Ο Τόνι Μπένετ θα ιδρύσει την δική του δισκογραφική, που δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια και τα χρόνια που ακολουθούν θα είναι ίσως τα πιο δύσκολα της ζωής του.

Μετά τον πρώτο του γάμο με την Πατρίτσια Μπιτς που του χάρισε δύο γιούς και έληξε το 1971 ακολουθεί λίγο μετά ο δεύτερος με την ηθοποιό Σάντρα Γκραντ.

Την πρώτη φορά που ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας στη Νέα Υόρκη, δυο χιλιάδες θαυμάστριες του είχαν συγκεντρωθεί απ’ έξω και θρηνούσαν ντυμένες στα μαύρα!

Η Σάντρα του χάρισε δύο κόρες σε μια περίοδο που ο Τόνι δεν ήταν καλά, είχε αρχίσει να κάνει χρήση κοκαΐνης και μαριχουάνας, ενώ το 1979 παραλίγο να πεθάνει μέσα στη μπανιέρα του.

Τον έσωσε η γυναίκα του, η οποία τελικά τον χώρισε το 1983, δυο χρόνια πριν ο γοητευτικός Ιταλός κάνει το μεγάλο come back στη μουσική με την βοήθεια του γιου του Ντάνι, που ανέλαβε χρέη μάνατζερ.

Έκτοτε έζησε πολύ μεγάλες στιγμές, ηχογραφώντας στο σύνολο της καριέρας του πάνω από εβδομήντα άλμπουμ, ενώ κέρδισε ακόμη και τη νέα γενιά συνεργαζόμενος με την Λέϊντι Γκάγκα και την Έιμι Γουέινχαουζ, η οποία «έτρεμε» όταν ο Τόνι της έδωσε το Γκράμμι που είχε κερδίσει.

Τραγούδησε ουκ ολίγες φορές στον Λευκό Οίκο έκανε περιοδεία με την Γκάγκα και μέχρι το 2016 παρέμενε ακμαίος, ένας bon viveur που ήταν ακόμη ενεργός στην μουσική σκηνή.

Η τρίτη του σύζυγος Σούζαν Κρόου ήταν αυτή που αντιλήφθηκε ότι κάτι συμβαίνει όταν ο Τόνι άρχισε να ξεχνάει τα ονόματα των μουσικών του αλλά και άλλα πράγματα.

Στάθηκε δίπλα του μέχρι το τέλος και ο Τόνι κατάφερε χάρη στην αργή επιδείνωση της νόσου Αλτσχάϊμερ από την οποία προσεβλήθη να συνεχίζει να λέει τα τραγούδια του σαν μικρές ιστορίες, μέχρι τον περσινό Αύγουστο.

Τότε που έβαλε για πάντα το μικρόφωνο στην θήκη του και αποσύρθηκε έχοντας τελειώσει για πάντα με αυτό που αγαπούσε περισσότερο και αφήνοντας την καρδιά του όχι στο Σαν Φρανσίσκο όπως έλεγε το αγαπημένο του τραγούδι, αλλά παντού.



Πηγή